Όταν ανακοινώθηκε η πρώτη επίσημη συνάντηση κορυφής του του Αμερικανού Προέδρου, Ντόναλντ Τράμπ, με τον Ρώσο ομόλογό του, στις 16 του μήνα στο Ελσίνκι, ο Βλαντιμίρ Πούτιν ήλπιζε ότι θα μεταβεί εκεί από θέση ισχύος, μόνο που οι εξελίξεις στη Συρία ανέτρεψαν αυτό το σχεδιασμό. Ο Πούτιν, βρίσκεται σε δύσκολη θέση και είναι αναγκασμένος να κάνει συμφωνία, υποκύπτοντας στις απαιτήσεις Τράμπ και Νετανιάχου στη Συρία.
*Γράφει ο Δημήτρης Απόκης
Όταν ο Πρόεδρος της Ρωσίας, περίπου πριν δυο εβδομάδες διέταξε τον εναέριο βομβαρδισμό θέσεων των ανταρτών στη νοτιοδυτική Συρία, γνώριζε ότι επρόκειτο για μια κίνηση υψηλού ρίσκου. Με δεδομένο ότι ο Συριακός στρατός είναι σχεδόν ανύπαρκτος, η Ρωσία παίζει το ρόλο της αεροπορίας του καθεστώτος Άσαντ και δυνάμεις του Ιράν, αλλά και ομάδες που ελέγχονται από την Τεχεράνη, έχουν τον πλήρη έλεγχο των δυνάμεων ξηράς. Το πράσινο φως του Πούτιν για εναέριο βομβαρδισμό, δεν θα έδινε απλά τη δυνατότητα στο καθεστώς Άσαντ, να επεκτείνει τον έλεγχό του σε μια περιοχή που τα τελευταία επτά χρόνια ελέγχεται από του αντάρτες. Ήξερε ότι δίνοντας την εντολή για την επιχείρηση στην επαρχία Deraa, στα σύνορα με την Ιορδανία, το επόμενο βήμα θα ήταν η επέκταση της επιχείρησης στην επαρχία Quneitra στα σύνορα της Συρίας με το Ισραήλ. Ήξερε πάρα πολύ καλά ότι έδινε πράσινο φως σε δυνάμεις του Ιράν και δυνάμεις ελεγχόμενες από το Ιράν, να ελέγξουν τα σύνορα της Συρίας, με την Ιορδανία και το Ισραήλ.
Από όταν άρχισε η επιχείρηση, η ανάλυση του Ισραήλ είναι ότι ο Πούτιν επιθυμούσε να ολοκληρωθεί πριν τη συνάντηση κορυφής με τον Πρόεδρο Τράμπ στο Ελσίνκι, έτσι ώστε να παρουσιαστεί εκεί με τετελεσμένα. Μια επικράτηση της Ρωσίας, θα έπειθε τον Αμερικανό Πρόεδρο, ότι οι επιχειρήσεις των Αμερικανών στη Συρία, δεν είχαν νόημα, και θα έπρεπε να αποδεχθεί την κυριαρχία της Μόσχας, με την Τεχεράνη στη Συρία.
Ο Πούτιν, παίρνοντας την απόφαση για τη συγκεκριμένη επιχείρηση έγραψε στα παλιά του τα παπούτσια, μια εκεχειρία που είχε συμφωνήσει με τον Πρόεδρο Τράμπ, τον περασμένο Ιούλιο. Σε αυτή τη συμφωνία με τον Αμερικανό Πρόεδρο είχε συμφωνήσει να μην επιτεθεί στην νοτιοδυτική Συρία, με αντάλλαγμα οι ΗΠΑ να ανεχτούν τον έλεγχο της υπόλοιπης χώρας από τους συμμάχους του Ιράν στη χώρα, μεταξύ των οποίων και ο Άσαντ. Η αντίδραση της κυβέρνησης στην Ουάσιγκτον για την εν λόγω επιχείρηση των Ρώσων, προς έκπληξη πολλών ήταν ανύπαρκτη, σε αντίθεση με παρόμοιες περιπτώσεις στο παρελθόν. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα σε Ρωσία και Ιράν να αποκτήσουν τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους της επαρχίας Deraa, και σε εκατοντάδες χιλιάδες άμαχους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, και να κατευθυνθούν στα σύνορα της Συρίας με την Ιορδανία και το Ιράν.
Τα τελευταία εικοσιτετράωρα υπάρχουν ενδείξεις ότι Ουάσιγκτον και Ιερουσαλήμ πήραν θέσεις οι οποίες σταμάτησαν την επιχείρηση της Μόσχας και του Ιράν εν τη γένεσή της. Σύμφωνα με πληροφορίες ο Πούτιν, είναι πεπεισμένος ότι δεν υπάρχει λόγο για συνέχεια της επιχείρησης, διότι αυτή θα πέρναγε το ορόσημο της 16ης Ιουλίου, που είναι η συνάντηση κορυφής με τον Αμερικανό Πρόεδρο, στο Ελσίνκι. Όντας καλός στη στρατηγική αντιλήφθηκε ότι το σχέδιο του να διαπραγματευτεί με τον Τράμπ από θέση ισχύος, απέτυχε. Σαν αποτέλεσμα, τώρα, αναζητεί διέξοδο.
Σε αυτό το πλαίσιο πέντε ημέρες πριν τη συνάντηση κορυφής στη Μόσχα, θα βρεθεί ο Πρωθυπουργός του Ισραήλ , και στενότερος σύμμαχος του Προέδρου Τράμπ, Μπέντζαμιν Νετανιάχου, με κεντρικό θέμα στην ατζέντα την κατάσταση στη Συρία. Υπάρχουν μια σειρά λόγοι που έκαναν τον Ρώσο Πρόεδρο, να αλλάξει ρότα και να καλέσει το Πρωθυπουργό του Ισραήλ στη Μόσχα. Άλλαξε δραστικά η μέχρι σήμερα θέση της κυβέρνησης Τράμπ στη Συρία, η οποία ήταν ακριβώς ίδια με αυτή της κυβέρνησης Ομπάμα. Με το που ξεκίνησε ο εμφύλιος στη Συρία, το Ιράν έτρεξε να συνδράμει το καθεστώς Άσαντ. Ο Ομπάμα, αναγνωρίζοντας το στρατηγικό συμφέρον της Τεχεράνης να διατηρήσει τον Άσαντ στην εξουσία, επέλεξε να τον βοηθήσει να διατηρηθεί στην εξουσία. Και το έκανε στα πλαίσια της στρατηγικής του να απομακρυνθεί από τους παραδοσιακούς συμμάχους της Ουάσιγκτον στη Μέση Ανατολή, βλέπε, Ισραήλ, Αίγυπτο, Σαουδική Αραβία και να τα βρει με το Ιράν.
Η εκεχειρία του περασμένου Ιουλίου, που συμφώνησε ο Πρόεδρος Τράμπ με τον Πούτιν, εντάσσονταν σε αυτό το πλαίσιο. Περιόριζε την περιοχή που το Ιράν δεν μπορούσε να έχει δυνάμεις στα σύνορα της Συρίας, με Ιορδανία και Ισραήλ, δίνοντας στην Τεχεράνη πράσινο φως δράσης, σε ολόκληρη την υπόλοιπη χώρα. Μόλις τον προηγούμενο μήνα έγινε συμφωνία μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας, για ελεύθερη δράση του Ιράν σε ολόκληρη τη Συρία, εκτός της κρίσιμης περιοχής στα σύνορα με Ιορδανία και Ισραήλ. Η συμφωνία περιλάμβανε, και αποχώρηση των Αμερικανικών δυνάμεων από την αεροπορική βάση Tanf, στα σύνορα της Συρίας με Ιορδανία και Ιράκ, οι οποίες εμπόδιζαν τη μεταφορά στην Χεζμπολάχ από την Τεχεράνη. Η συμφωνία αυτή έγινε από εναπομείναντα στελέχη του Ομπάμα στην κυβέρνηση, και αποτελούσε πλήρη υποταγή στον Πούτιν, παραδίδοντας στρατηγικής σημασίας βάση στη Συρία στη Ρωσία και κατ’ επέκταση στον Ιράν.
Ο Λευκός Οίκος, μόλις έλαβε γνώση αυτής της προσπάθειας, όπως απεκάλυψε πρόσφατα η αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal, έβαλε φρένο στη συμφωνία, και άρχισε να αλλάζει στρατηγική στη Συρία. Αυτό φάνηκε και από τη συνέντευξη του Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας του Αμερικανού Προέδρου, Τζόν Μπόλτον, στο τηλεοπτικό δίκτυο CBS, όπου ξεκαθάρισε τη νέα στρατηγική. Χαρακτήρισε το Ιράν, στρατηγική απειλή για την Ουάσιγκτον στη Συρία, και όχι τον Άσαντ. Και πρόσθεσε ότι στην επερχόμενη συνάντηση κορυφής, ο Αμερικανός Πρόεδρος, δεν θα προσπαθήσει να πείσει τον Πούτιν για την αναβίωση της συμφωνίας εκεχειρίας του περασμένου Ιουλίου. Όπως τόνισε, ο Πρόεδρος Τράμπ, θα επιδιώξει μια εντελώς νέα συμφωνία, με στόχο την αποχώρηση των δυνάμεων του Ιράν από τη Συρία. Στη νέα στρατηγική της Ουάσιγκτον για τη Συρία, είναι ξεκάθαρη η ευθυγράμμιση με την Ιερουσαλήμ και αυτά που λέει από την αρχή ο Μπίμπι Νετανιάχου.
Ένας άλλος λόγος, που ο Πούτιν απέτυχε σε αυτό που επεδίωκε, είναι ότι οι Ρώσοι δεν πέτυχαν να πείσουν τους αντάρτες στην επαρχία, Deraa, να παραδώσουν τον οπλισμό τους και τις θέσεις τους, στα πλαίσια μιας συμφωνίας εκεχειρίας. Επίσης, οι δυνάμεις του Άσαντ και οι δυνάμεις που στηρίζονται από το Ιράν, δεν τα πήγαν και τόσο καλά στην επιχείρηση, και από ότι φαίνεται σε αυτό έβαλε το χέρι του το Ισραήλ, του οποίου η αεροπορία βομβάρδισε αποθήκες του Ιράν, που προμήθευαν οπλισμό στις δυνάμεις αυτές. Επίσης, το Ισραήλ, πραγματοποίησε επιθέσεις εναντίον δυνάμεων της Χεζμπολάχ στην περιοχή. Όλα αυτά δείχνουν, ότι η επιχείρηση φρέναρε λόγω της στήριξης του Ισραήλ προς τους αντάρτες.
Η Ιερουσαλήμ, κερδίζει και διπλωματικά στο μέτωπο αυτό, με τον Πρωθυπουργό του Ισραήλ να επαναφέρει στο προσκήνιο την υπό την αιγίδα του ΟΗΕ Συμφωνία Απεμπλοκής του 1974, μεταξύ Ισραήλ και Συρίας. Για την διασφάλιση της συμφωνίας αυτής δημιουργήθηκε η δύναμη, U.N. Disengagement Observer Force (UNDOF), η οποία διέφυγε στο Ισραήλ το 2014, όταν 45 μέλη της, απήχθησαν από την Αλ Νούσρα. Την περασμένη εβδομάδα, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, ψήφισε ομόφωνα την ανανέωση της UNDOF.
Λίγο, πριν τη συνάντηση κορυφής στο Ελσίνκι, ο Βλαντιμίρ Πούτιν, θα βρεθεί στις συμπληγάδες, Τράμπ – Νετανιάχου, και όπως όλα δείχνουν θα κάνει το deal (συμφωνία), με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, να εξέρχονται ως οι κερδισμένοι, και το Ιράν να είναι ο μεγάλος χαμένος, στη Συρία.
*Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος και Δημοσιογράφος, Απόφοιτος του The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies, The Johns Hopkins University, μέλος του The International Institute of Strategic Studies, και διετέλεσε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, το Στέητ Ντιπάρτμεντ, και το Πεντάγωνο, στην Ουάσιγκτον.