Τις μέρες αυτές του Μουντιάλ όλοι μιλούν για μπάλα, και συγκεκριμένα όχι για μια οποιαδήποτε μπάλα, αλλά μόνο για την μπάλα του ποδοσφαίρου. Γιατί ενώ υπάρχουν πολλές μπάλες για ομαδικά ή ατομικά αθλήματα και για άλλα πράγματα, όπως μπάλες ποδοσφαίρου, μπάσκετ, κρίκετ, βόλευ, μπάλες παραλίας, μπάλες παγωτού, αλλά και μπάλες χριστουγεννιάτικου δέντρου, όταν κάνει λόγο κανείς για μπάλα εννοεί κατά κανόνα το ποδόσφαιρο.
*Της Σοφίας Μουρούτη Γεωργάνα
Για τους φιλάθλους η μπάλα είναι μόνο το ποδόσφαιρο, όπως για τους αρχαίους ο ποιητής ήταν αποκλειστικά ο Όμηρος.
Έτσι, λοιπόν, σήμερα και εμείς θα αναφερθούμε στο μπαλο – λεξιλόγιο και σε όλα τα μπαλο – σχετικά δηλαδή σε εκφράσεις για την μπάλα που δόξα τω Θεώ είναι πολλές.
Ας ξεκινήσουμε με την ετυμολογία της. Η λέξη προέρχεται από την ιταλική balla και γι’ αυτό την συναντάμε στα μεσαιωνικά ελληνικά. Σύμφωνα με το λεξικογράφο Ησύχιο τον Αλεξανδρέα, που έζησε τον 5ο αιώνα μ.Χ. και καταγράφει όλες τις σπάνιες λέξεις του καιρού του ή και παλιότερες η ελληνική διασώζει τον τύπο πάλλα, που είναι «σφαῖρα ἐκ ποικίλων ναμάτων πεποιημένη», δηλαδή η σφαίρα που είναι φτιαγμένη από διαφόρων ειδών υγρά, προφανώς γιατί με αυτόν τον όρο οι άνθρωποι του Μεσαίωνα εννοούσαν την μπάλα που εκτοξευόταν από το κανόνι και που περιείχε πολλών λογιών εκρηκτικά υγρά.
Μπάλα στο νεοελληνικό λεξιλόγιο είναι μια μάζα σώματος που έχει σχήμα σφαιρικό. Οι παλιότεροι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τη λέξη «σφαῖρα». Βέβαια, εάν πούμε εμείς πάμε να δούμε ή να παίξουμε σφαίρα, θα μας πάρουν με τις πέτρες, γιατί τον όρο σφαίρα, τον χρησιμοποιούμε στο αθλητικό λεξιλόγιο για τη δήλωση του αθλήματος της σφαιροβολίας.
Ας μιλήσουμε για μπάλα. Όταν λέμε κάτι τέτοιο, σημαίνει ότι θα κάνουμε λόγο για προγνωστικά στο ποδόσφαιρο και μόνο, θα περιγράψουμε ή θα σχολιάσουμε αγώνες που έγιναν.
Κι ενώ τόσα αθλήματα παίζονται με μπάλα, όταν πάω για μπάλα, πάω μόνο για να παίξω ποδόσφαιρο.
Παίζει καλή μπάλα κυριολεκτικά ο καλός ποδοσφαιριστής ή μπαλαδόρος διαφορετικά είναι άμπαλος, λέξη που τα τελευταία χρόνια έχει πλουτίσει το λεξιλόγιό μας. Η νεολαία, που ευτυχώς γεμίζει ακόμη τα γηπεδάκια των σχολείων ή της γειτονιάς, χαρακτηρίζει χαρακτηρίζει άμπαλο αυτόν που δεν ξέρει καλό ποδόσφαιρο και επομένως δεν του παραχωρούν την μπάλα και μένει ά – μπαλος χωρίς αυτήν. Εδώ ας πούμε ότι οι νεαροί αποδίδουν τον τίτλο του άμπαλου, κατά παραχώρηση, και σε άλλους άσχετους με το άθλημα του μπάσκετ συμπαίκτες τους. Κατ’ επέκταση και αυτός που παίζει καλή μπάλα είναι επιδέξιος στον τομέα με τον οποίο καταπιάνεται, ενώ ο άμπαλος αντιθέτως είναι ο αδέξιος.
Την μπάλα επίσης την σκάω, που σημαίνει ότι την τρυπώ ή την ρίχνω από το ύψος στο έδαφος ώστε να αναπηδήσει.
Όταν αγαπώ την μπάλα αγαπώ το ποδόσφαιρο και λατρεύω τους αστέρες της μπάλας, τους διάσημους και ταλαντούχους ποδοσφαιριστές και όχι άλλους αθλητές που κι εκείνοι μπορεί να διακρίνονται σε αθλήματα με μπάλα.
Η μπάλα περνά μέσα από το στομάχι κι όποιος χορταίνει μπάλα βλέπει αρκετό και θεαματικό ποδόσφαιρο σε σημείο που νιώθει μεγάλη ικανοποίηση.
Η μπάλα έχει λεφτά για τους επιδέξιους και χαρισματικούς ποδοσφαιριστές που ασχολούνται με την μπάλα, γιατί μπορεί να τους αγοράσουν διάσημες ομάδες που πληρώνουν καλά.
Αν πούμε ότι η μπάλα είναι στο γήπεδό σας εννοούμε ότι η μπάλα είναι στην περιοχή σας και έχετε εσείς την πρωτοβουλία της δράσης, εσείς οφείλετε να ενεργήσετε ώστε να συνεχιστεί ο διάλογος, να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις. Εδώ υπονοούμε ότι η μια πλευρά έκανε ό, τι μπορούσε. Την έκφραση συναντάμε σε παραλλαγές όπως η μπάλα βρίσκεται στη δική σας πλευρά ή μεριά.
Αν με πάρει κι εμένα η μπάλα, υφίσταμαι κι εγώ τις συνέπειες για κάτι στο οποίο πιθανόν δε φταίω. Η έκφραση εδώ προέρχεται από τη σημασία της μπάλας ως οβίδας κανονιού. Η μπάλα – οβίδα είχε έναν στόχο και εκτός από το στόχο παρέσυρε κι άλλους.
Την μπάλα μπορώ να την στείλω στην εξέδρα, δηλαδή να είμαι τόσο άστοχος και στο ποδόσφαιρο και στις επιλογές μου, ώστε να ενεργώ λανθασμένα.
Την μπάλα ενδέχεται παράλληλα να την χάσω, να μην ενεργήσω σωστά και με την έκφραση έχει χάσει την μπάλα αναφερόμαστε σε αλλεπάλληλα λάθη εκείνων που καταπιάνονται με μια δραστηριότητα.
Η μπάλα γίνεται μπαλάκι κι αν μου ρίξει κανείς το μπαλάκι, αυτός που μου το ρίχνει υπεκφεύγει και μεταθέτει αλλού τις ευθύνες.
Θα μπορούσαμε να λεξιλογούμε με τις ώρες για την μπάλα, αλλά, αν το κάνουμε, θα χάσουμε το θέαμα της μπάλας που αρχίζει σε λίγο.
*Η Σοφία Μουρούτη – Γεωργάνα είναι φιλόλογος και διδάσκει στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδας