Όταν με πετύχαινε στο φευγιό μου για τη δουλειά, πέρυσι, με σταματούσε λέγοντας μου: «Ε Μαντόνα, περίμενε, έχει ζέστη σήμερα, χρειάζεσαι μαγικά σφαιρίδια !» κι εξαφανιζόταν για ένα λεπτό κι ερχόταν με μια πέντε – έξι τοματίνια τα οποία μου έβαζε στην χούφτα λέγοντας μου «Τώρα, ζεστά από τον ήλιο να τα φας, να πάρεις δύναμη και τη ζέστη μέσα σου, να μη σε μέλλει που θα καίεται η κουζίνα».
*Γράφει η Αργυρώ Κουτσού
Όχι πως χρειαζόταν να μου το πει. Τα καταβρόχθιζα αμέσως, ζεστά, γλυκά, μυρωδάτα. Έπαιρνα μέσα μου όχι απλά την ζέστα του ήλιου, μα κυρίως την φροντίδα με τα οποία μεγαλώνανε. Γιατί κακά τα ψέματα. Τα εποχιακά λαχανικά που βάζει ένας άνθρωπος στον μπαχτσέ του είναι καρποί που πρώτα μοσχομυρίζουν μεράκι και φροντίδα. Είναι καρποί που μπαίνουν για να ταϊσουν την οικογένεια. Και να χαριστούν σε φίλους. Δεν έχουν φάρμακα. Βγαίνουν στον δικό τους χρόνο. Κοπρίζονται από τα δικά τους ζώα. Κορφολογούνται σαν νά ‘ναι κοπελούλες. Ξεδιψούν απο τον ιδρώτα εκειού που τα φροντίζει.
Δεν έχω αγοράσει ένα ζαρζαβατικό στην Ζακυνθο, τρίτο καλοκαίρι, τώρα. Μόνο καναρίνια αγοράζω, που και που, και νεροκρέμμυδα. Αν με ζηλέψεις, να πεις φτου σκόρδα. Κι εγώ θα σε καταλάβω. Την τύχη που έχω δω με τους γειτόνους μου τηνε ζηλεύει η υπόλοιπη ζωή μου. Την πρώτη χρονιά, στο πρώτο σπίτι, ο ιδιοκτήτης είχε περβόλι. Την πρώτη μέρα που μετακόμισα, με πήγε να μου το δείξει. «Εδώ θα βρίσκεις τη σαλάτα και τα μπριάμια σου», μου είπε. Κι εγώ έκοβα κάθε μέρα: ένα μικρό μαρουλάκι με λίγη ρόκα και δυο κρεμμυδάκια. Ή δυο τομάτες, ένα αγγούρι και κάμποση γλυστρίδα. Ή μια μελιτζάνα, δυο κολοκύθια, τέσσερα κοτσάνια μαϊδανό και δυο πιπεριές. Ή μια χούφτα τοματίνια, λίγο βασιλικό, και φρέσκα φύλλα ρίγανης, στη δεύτερη νιότη τους, μετά το μπουμπούκιασμα που ξαναπαίρναν πάνω τους κι όλη τη μυρωδιά την κρατούσαν στα φύλλα. Από την κυρά Λένη έπαιρνα τα αυγά τση κότας. Από τον κύριο Σπυρέτο, που είχα γνωρίσει μια μέρα στον Σάκη τον χασάπη, που αγόραζε κατσικάκι για να το σμίξει με τις πρώτες πατάτες που έβγαλε και μας περηφανευόταν για αυτές, αγόραζα τις λίγες πατάτες που είχα καταφέρει να μου πουλά με χίλια παρακαλετά. Σε εκείνο το σπίτι είχα κανονική κουζίνα. Κάτι φαγιά που μου έφτιαχνα, μα κάτι φαγιά. Ανδριώτικες φρουτάλιες με κείνες τις πατάτες μέλι και τα αυγά ωρών, τη ζακυνθινή λαδογραβιέρα και το παστό τους το αρμυρό το άτιμο. Τουρλού σε βαθύ τηγάνι με καλοτηγανισμένες μελιτζάνες, πιπεριές και κολοκύθια, τα οποία έσβηνα με στιμμένη τομάτα και τελείωνα με ντόπιο τυρί. Σταματάω. Πεινώ.
Τα δυο τελευταία καλοκαίρια έχω το ίδιο σπίτι. «Συ εξύπνησες τελευταία κει δα επέρυσι, συ θα κοιμηθείς πρώτη εφέτος» μου είπε η Νεράιδα γειτόνισσα μου όταν έφτασα στις 21 του Μαγιού. Γιατί έχουμε τίτλους στην γειτονιά. Είναι ο Εφέντης, η Νεράιδα, το Εφεντόπαιδο κι εγώ η Μαντόνα. Την αγαπώ πολύ τη Νεράιδα. Και τον Εφέντη. Και φέτος γνωρίζομαι καλύτερα και με το Εφεντόπαιδο κι έχω αρχίσει να το αγαπώ κι εκειό. Μια μέρα, κι άλλη μία, κι άλλη μία, θα σου γράψω για κείνην. Μια αρχοντική, πανέμορφη γυναίκα, όλο σπίρτο, τσαχπινιά κι ευγένεια. Μια αληθινή καλλιτέχνιδα της ζωής, με χέρια που πιάνουν και τσαγανό μπόλικο. Και για τον Εφέντη τον σοφό και πλακαδόρο μέγα, θα σου πω. Τον αρχοντάντρα που μου έκαμε πέρσι το μάθημα του μηδενισμού του πρώτου μισού αιώνα ζωής. Κι εγώ που τον πλησιάζω, λόγω του Εφέντη, δεν τονε φοβάμαι πια. Αυτά όμως είναι άλλης ώρας λέξεις.
Απέναντι από τα σπίτια μας είναι το λιοτρίβι. Πίσω του το καλοφροντισμένο μποστάνι. Έχει τομάτες, που πολύ τον σκάνε τον Εφέντη γιατί έχουν πάθει μια αρρώστια, και παλεύει να την ξεκάμει για να μεστώσουν και να φάμε «καμιά τομάτα τση προκοπης». Έχει πιπεριές φλάσκες και κέρατα και φλωρίνης. Έχει αγγούρια και κολοκύθια και πατάτες κι αμπελοφάσουλα. Έχει κοντούλες αχλαδιές και καρπούζια και πεπόνια κι αραποσίτια. Έχει μελιτζάνες μέλι και τοματίνια και χίλια μυρωδικά. Απέναντι, από την άλλη πλευρά, την μεριά του σπιτιού μου, έχει το κοτέτσι. Δίνω τα ψωμιά που μένουν κάθε μέρα στις κότες και παίρνω το μέρισμα μου από την παραγωγή. Δίκαια πράματα, μπέσα και σταράτα, σαν τον Εφέντη. Εγώ το βράδυ που γυρνώ κρεμώ στην πόρτα του τα ψωμιά, και το μεσημέρι που γυρίζω από τη θάλασσα εκείνος κρεμά στην πόρτα μου τη σακούλα με τους καρπούς.
Στην κατσαρόλα με οδηγεί το περιεχόμενο. Την χαρά του να μαγειρεύω με ό,τι έχει το ψυγείο, την έμαθα από την μάνα μου. Την σπουδαία μάνα μου, που σήμερα εμπήκε σε έναν ακόμα χρόνο ζωής. Με τη φόρα της, με τις πληγές της, με τις μεγάλες της απώλειες, τη δύναμη και την αγάπη της. Όμως εδώ, εξελίχτηκε με όχημα τις σακούλες του Εφέντη. Θέλω να πω, αν δεν ήταν εκείνη η δεύτερη χούφτα αμπελοφάσουλα που μου έδωσε, και που εγώ δεν ήθελα να φάω βραστά γιατί χωρίς αλιάδα πλάι τους τα νοιώθω σαν το ραντεβού με τον καληνυχτάκια, δε θα είχα ανακαλύψει κείνο το λιμπιστικό πιάτο με τα κοκκινιστά αμπελοφάσουλα στον φούρνο με πιπεριές και ζακυνθινό παστό.
Αν δε μου είχε δώσει κείνες τις πατατούλες με τα κολοκύθια τα σκούρα μόνα τους στην ιδια σακούλα, δε θα τα είχα σμίξει στο τηγάνι με φέτα και λεμόνι. Για να μη θυμηθώ εκείνες τις μικρές τοματούλες που είχα βάλει στο ίδιο τηγάνι με τα αυγά του, τα νεροκρέμμυδα και τη λαδογραβιέρα. Να μη τα θυμηθώ. Ή κείνα τα κέρατα που τηγάνισα καλά και μετά έβαλα πάνω τους σάρτσα από τις τομάτες του και παστό. Και σταματώ. Γιατί πεινώ κι έχω έρθει στο μαγαζί με σακούλα γεμάτη. Και θέλω να προλάβω να κάνω το δικό μου φαγητό πριν αρχίσω να μαγειρεύω για τους άλλους. Πριν, όμως, θα σου πω πως την ευλογία της καθαρής τροφής που έχω σε αυτόν τον πλούσιο τόπο, δεν την έχω ματαζήσει. Κι όταν έρθει η ώρα να χωρίσω από τον Ζακυνθινό έρωτα μου, γιατί ναι, είναι πια ώρα να τον παραδεχτώ, πάλι ευγνώμων θα νοιώθω, κι ας τονε χώρισα στο τέλος.