today-is-a-good-day
16.7 C
Athens

Γκουαρντιόλα: ο Τσε του ποδοσφαίρου

Τούτες τις ημέρες που το Μουντιάλ της Ρωσίας μετράει τα τελευταία βήματά του, οι συζητήσεις στα τραπέζια του ποδοσφαίρου είναι πολλές. Για τις εκπλήξεις, τις αγωνίες, τις χαρές και τις απογοητεύσεις της κορυφαίας γιορτής, τους παλιούς αλλά και νέους ήρωες, τις ιστορίες, τα  συστήματα, τις προβλέψεις.

Εκεί ανάμεσά τους, επειδή το ποδόσφαιρο αρέσκεται στην παρουσία μύθων, βρίσκουν χώρο και άλλες κουβέντες. Τέτοιες που αφορούν ανθρώπους, απόντες από την μεγάλη διοργάνωση, αλλά παρόντες στη σκέψη, την ψυχή και το στόμα των φιλάθλων. Όχι άδικα, αφού είναι εκείνοι που με την φιλοσοφία τους έχουν διαμορφώσει τα δεδομένα του παιχνιδιού, την αλλαγή και την μεταμόρφωσή του.

Ένας από αυτούς είναι και ο Πεπ Γκουαρντιόλα. Γιατί περισσότερο από τις νίκες και τα τρόπαια που έχει κατακτήσει, κατάφερε να προσδιορίσει καθοριστικά την εξέλιξή του παιχνιδιού και να γίνει ένας από τους πρωτοπόρους του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Ίσως γι’ αυτό περιγράφεται εύστοχα -όχι από τον ίδιο- ως «ο Τσε Γκεβάρα του ποδοσφαίρου». Είναι αυτός που έχει αναπτύξει έναν νέο τρόπο νίκης, ίσως για κάποιους όχι τον καλύτερο, αλλά σίγουρα διαφορετικό.

Ο Πεπ γεννήθηκε (18.01.1971) 70 χλμ. από τη Βαρκελώνη στην πόλη Σαντπεδόρ, στη σκιά του Μονσεράτ, ενός γιγαντιαίου βουνού, ιδιαίτερα πολύτιμου για τους Καταλανούς. Είναι το τρίτο από τα τέσσερα παιδιά του οικοδόμου Βαλέντι Γκουαρντιόλα και της Ντολόρς Σάλα, που μεγάλωσε σε ένα εργατικό σπίτι με σταθερές οικογενειακές αρχές και μια ξεκάθαρη αίσθηση αξιοπρέπειας.

«Όταν πρόκειται να αναλύσουμε ή να κρίνουμε τον Γκουαρντιόλα, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι κάτω από το κομψό κοστούμι, το κασμίρ και τη γραβάτα είναι ο γιος ενός οικοδόμου» έχει πει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας και σκηνοθέτης ταινιών Νταβίντ Τρουέμπα. «Κανένας δεν έχει δώσει κάποια προσοχή στο θεμελιώδες γεγονός ότι ο Γκουαρντιόλα είναι ο γιος οικοδόμου. Για τον Πεπ, ο πατέρας του είναι ένα παράδειγμα ακεραιότητας και σκληρής δουλειάς. Η οικογένειά του μετέδωσε σε αυτόν αξίες μοναδικές, από μια εποχή που οι γονείς δεν είχαν χρήματα ή περιουσία να αφήσουν στα παιδιά τους».

Και σίγουρα καμία κατανόηση του Γκουαρντιόλα δεν είναι πλήρης χωρίς την κατανόηση της La Masia, την ακαδημίας της Μπαρτσελόνα που δημιουργήθηκε από τον Γιόχαν Κρόιφ και για περίπου έξι χρόνια, αρχής γενομένης από το 1984, ήταν το σπίτι του Πεπ.

Προτιμά να μην δώσει προσωπικές συνεντεύξεις, αλλά επιλέγει τις στιγμές του για να εξηγήσει τον εαυτό του. Όταν σε μία από τις λίγες συνεντεύξεις που έχει δώσει, του ζητήθηκε να μιλήσει για την Masia, αποκάλυψε ότι κάθε φορά χρησιμοποιεί το ίδιο παράδειγμα μιλώντας στους παίκτες του: «Κάθε βράδυ, όταν κοιμάστε, αναρωτηθείτε αν, όταν θα σηκωθείτε, θα αρπάξετε την μπάλα και θα παίξετε για λίγο. Αν ποτέ η απάντηση είναι «όχι», τότε αυτή είναι η μέρα για να αρχίσετε να ψάχνετε κάτι άλλο να κάνετε».

Ο «Ιπτάμενος Ολλανδός» έγινε ο μεγάλος μέντορας του Γκουαρντιόλα, ένας άνθρωπος που θα συναντούσε τακτικά πριν και μετά την απόφασή του να καθήσει στους πάγκους, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Γκιγιέμ Μπαλακέ, υπεύθυνος της βιογραφίας του, που έχει παρακολουθήσει τη ζωή και τη σταδιοδρομία του για περισσότερα από 20 χρόνια.
Μια φορά το χρόνο, όταν τελείωνε η σεζόν, οι δύο τους, Γιόχαν και Πεπ, απολάμβαναν ένα μακρύ μεσημεριανό γεύμα στο διάσημο εστιατόριο El Bulli στην Costa Brava. Ήταν μια καλή δικαιολογία για να συνομιλήσουν, να πιουν κρασί και να φάνε καλά, απολαμβάνοντας τη δημιουργική ιδιοφυΐα του ιδιοκτήτη Φεράν Αντριάν, ενός από τους μεγαλύτερους σεφ στον κόσμο, μοναδικής μαγειρικής και γαστρονομικής έμπνευσης.

Επιλογή όχι τυχαία, αφού οι αρχές τους μοιάζουν. Είναι αλήθεια πως, είτε πρόκειται για το καλύτερο παιχνίδι είτε για το καλύτερο γεύμα, η σημασία δίνεται περισσότερο στην αλλαγή του τρόπου ανάπτυξης του παιχνιδιού (από τους Γιόχαν και Πεπ) και στον τρόπο, με τον οποίο το φαγητό σερβίρεται και γίνεται αντιληπτό (από τον διάσημο σεφ).

Έτσι κι αλλιώς, η καινοτομία, η μεγαλοφυία και το ταλέντο σε συνδυασμό με την απόλυτη αφοσίωση και την σκληρή εργασία και προσπάθεια υπάρχουν σε πολλές μορφές, είτε πρόκειται για τον αθλητισμό είτε για την μαγειρική.

Ο Πεπ Γκουαρντιόλα γνωρίζει καλά ότι οι τίτλοι υπολείπονται στην επίδραση που έχει κάποιος στην εξέλιξη του παιχνιδιού. Έτσι, ο μέντοράς του, Γιόχαν Κρόιφ, δεν θα μπορούσε να είναι ο μοναδικός συνομιλητής του. Ένας άλλος είναι ο Αργεντινός Μαρσέλο Μπιέλσα, γνωστός ως «El Loco» (ο τρελός), τον οποίο ο Πεπ θεωρεί κορυφαίο προπονητή στον κόσμο. Ο πρώην προπονητής της Χιλής και της Αργεντινής είναι ένας άνθρωπος με τεράστια επιρροή, αλλά σχετικά λίγα τρόπαια.

«Κρινόμαστε με πόση επιτυχία έχουμε, πόσους τίτλους κατακτήσαμε, αλλά οι τίτλοι του είναι πολύ λιγότερο σημαντικοί από τον τρόπο, με τον οποίο ο Μπιέλσα επηρέασε το ποδόσφαιρο και τους ποδοσφαιριστές του, γι’ αυτό είναι για μένα ο καλύτερος προπονητής στον κόσμο» έχει τονίσει χαρακτηριστικά ο Πεπ. Ο ίδιος ο Μπιέλσα, κατά τη διάρκεια μιας συνομιλίας 11 ωρών στη βίλα του στην Αργεντινή, είχε πει στον Πεπ ότι το ποδόσφαιρο έχει να κάνει με μια ιδέα, πρέπει αγωνίζεσαι γι’ αυτό, να βελτιώνεις τους παίκτες και να μην χάνεις ποτέ το πάθος.

Όσοι γνωρίζουν καλά τον Γκουαρντιόλα, λένε πως είναι ένας σπουδαίος αφηγητής. Είναι ένα «σφουγγάρι», πρόθυμο να μάθει από οποιονδήποτε και οτιδήποτε, καλύπτοντας ίσως σε κάποιο επίπεδο την έλλειψη δομημένης εκπαίδευσης. Όμως οι αρχές που έμαθε, αυτές που τον βοήθησαν να εξελιχθεί και να  βελτιωθεί με την πάροδο του χρόνου, παραμένουν αυστηρά μη διαπραγματεύσιμες. Μπορεί να προσθέτει σε αυτές ακούγοντας τους άλλους, αλλά είναι αυστηρές.

Τον καθοριστικό τρόπο, με τον οποίο επηρέασε την εξέλιξη του ποδοσφαίρου, έχουν παραδεχθεί τόσο ο Αρίγκο Σάκι, όσο και ο Λουίς Σέζαρ Μενότι.

«Μετά τον πόλεμο τρεις είναι οι ομάδες που ξεχώρισαν: ο Άγιαξ του Κρόιφ στα χρόνια 60 με 70, η δική μου Μίλαν και η Μπαρτσελόνα του Γκουαρντιόλα από 2008 έως 2012. Αυτές οι τρεις έχουν συμβάλει αποφασιστικά στην ανάπτυξη του ποδοσφαίρου» είχε πει σε συνέντευξή του ο διάσημος Ιταλός.

Ο πρώην προπονητής της Αργεντινής και νικητής του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1978, που μοιράστηκε νωρίτερα φέτος συνομιλία και κρασί μαζί του, παραδέχθηκε ότι ο Γκουαρντιόλα έχει αλλάξει το ποδόσφαιρο.

«Ο Πεπ είναι ο Τσε Γκεβάρα του ποδοσφαίρου. Πάντα λέω ότι ένας επαναστάτης κερδίζει ή πεθαίνει στον αγώνα και η ιδέα του Πεπ παραμένει ακλόνητη» δήλωσε ο Μενότι.

Η εμμονή του με το ποδόσφαιρο αρκετές φορές τον έχει οδηγήσει σε συναισθήματα ενοχής και τύψεις απέναντι στους δικούς ανθρώπους, κυρίως την οικογένειά του, τη σύζυγό του Κριστίνα και τα παιδιά του Βαλεντίνα, Μάριο και Μαρία. Η αποχώρηση από την Μπαρτσελόνα έδειχνε ότι ήταν ένας τρόπος να αντισταθμίσει τον χαμένο χρόνο με τους δικούς του. Αλλά τρεις μήνες μετά τον αποχαιρετισμό στο «Καμπ Νου», άρχισε συνομιλίες με τη Μπάγερν.

Ο βιογράφος του, Γκιγιέμ Μπαλακέ, θυμάται τον φόβο του, όταν έχασε τη συναυλία που η κόρη του έδινε στο σχολείο, επειδή είχε ξεχαστεί και παρακολουθούσε τα DVD των αγώνων του επόμενου αντιπάλου της Μπαρτσελόνα, της Χετάφε. Είναι ο τρόπος που προσπαθεί να εντοπίσει τις αδυναμίες του αντιπάλου, εξηγώντας στην συνέχεια με μοναδικό τρόπο στους παίκτες του πώς να τις εκμεταλλευτούν.

Όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι, έτσι και ο Γκουαρντιόλα θα ήθελε να είναι δημοφιλής. Η διαφορά είναι ότι, σε αντίθεση με πολλούς, δεν θέτει σε κίνδυνο τις αρχές του για δημοτικότητα. Ο Πεπ είναι προϊόν του Σαντπεδόρ, ενός χωριού που διατηρεί στενή σχέση με την καταλανική κουλτούρα, την ιστορία και την ταυτότητά της.

Έτσι, κι αυτός είναι ένας υπερήφανος Καταλανός, με θεμελιώδεις βασικές αξίες και εγγενή αίσθηση δικαιοσύνης. Όταν ο 21χρονος Πεπ βρέθηκε στο μπαλκόνι της πλατείας Σαντ Ζάουμε στη Βαρκελώνη, στο σπίτι του Κοινοβουλίου της Καταλονίας το 1992, και σήκωσε το Κύπελλο Πρωταθλητριών είπε “Ciutadans de Catalunya, ja la tenim aqui” («Πολίτες της Καταλονίας, την έχουμε επιτέλους εδώ), παραφράζοντας τον πρώην ηγέτη της Καταλονίας, Ζοσέπ Ταραδέγιας. Εκείνος είχε εξοριστεί στη Γαλλία από το 1939, αλλά επέστρεψε στις 23 Οκτωβρίου 1977, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Ισπανού δικτάτορα, στρατηγού Φράνκο, και από την ίδια θέση που αργότερα ο Πεπ ύψωσε το τρόπαιο είχε πει: “Ciutadans de Catalunya, ja soc aqui!” («Πολίτες της Καταλονίας, είμαι επιτέλους εδώ!»).

Σταθερά πιστός στο δικαίωμα της ανεξαρτησίας της Καταλονίας από την Ισπανία, κατηγορήθηκε σχετικά με τη χρήση κίτρινης κορδέλας, που πάντως ο ίδιος εξήγησε ότι «δεν αποτελεί έκκληση για ανεξαρτησία, αλλά μάλλον διαμαρτυρία ενάντια στη φυλάκιση δημοκρατικά εκλεγμένων πολιτικών από την ισπανική κυβέρνηση».

Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις του είναι να εξασφαλίσει ότι οι παίκτες του τον αγαπούν και πιστεύουν σε αυτόν και κυρίως να κάνει τους παίκτες του να συνειδητοποιήσουν την προνομιούχα ζωή που έχουν ως ποδοσφαιριστές. Να καταλάβουν πόσο τυχεροί είναι με αυτό που κάνουν. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι από τους παίκτες που σηματοδότησαν σημαντικά τη θέση του σε όποια ομάδα και αν προπονούσε (Σέρχιο Μπουσκέτς, Τσάβι, Μέσι, Λαμ, Άριεν Ρόμπεν, Ντε Μπρόινε, Σίλβα, Οταμέντι, Στέρλινγκ) ήταν ήδη στην ομάδα όταν έφθασε. Αυτό, τελικά, είναι το μεγαλύτερο επίτευγμά του, αφού φρόντισε να τους διαμορφώσει.

Η Καταλονία του λείπει στο Μάντσεστερ, όπως θα του λείπει πάντα, όσο βρίσκεται μακριά της.

«Το σώμα του είναι εκεί, αλλά το μυαλό του είναι μίλια μακριά» παραδέχεται ο μακροχρόνια φίλος του και βοηθός του στην Σίτι, Μανουέλ Εστιάρτε. Όμως στο Μάντσεστερ δείχνει χαρούμενος σε μια πόλη που γνωρίζει καλά, πηγαίνει σε μουσικές συναυλίες και επισκέπτεται τακτικά εστιατόρια με τους βοηθούς του ή την οικογένειά του, που ζει μαζί του στο κέντρο της πόλης.

Έτσι κι αλλιώς, γνωρίζει καλά ότι το Μάντσεστερ και η Σίτι είναι ένας ακόμα σταθμός. Δεν έχει κρύψει, άλλωστε, ότι θα ήθελε κάποια στιγμή να περάσει από τον πάγκο ενός συλλόγου σε αυτόν μίας εθνικής. Κάποιοι στην Αργεντινή προσπαθούν ήδη να τον πείσουν να το κάνει.

Η Βραζιλία προσπάθησε για το ίδιο πριν από το 2014. Αλλά μία τέτοια προοπτική είναι για αργότερα. Μέχρι τότε είναι αποφασισμένος να συνεχίσει να διδάσκει τη φιλοσοφία που πιστεύει και να κατακτά τρόπαια. Εξακολουθώντας να εργάζεται σκληρά. Επιβεβαιώνοντας έτσι με κάθε τρόπο το δίδαγμα της ζωής ότι αυτοί που είναι οι καλύτεροι σε αυτό που κάνουν είναι πάντα εκείνοι που δουλεύουν πιο σκληρά.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ