*Της Βασιλικής Τζότζολα
Αποπειρώμαι να μην την κοιτάξω, όπως ο αμαρτωλός αποφεύγει να δει τον Άγιο κατάματα στην εικόνα του. Η περιφερειακή, όμως, όραση αυτενεργεί. Συνήθως, αυτοβούλως. Αυτόβουλη αυτή, εθελόδουλη εγώ, αφήνω τη Λεωφόρο Νίκης και αφήνομαι στη Δημητρίου Γούναρη, να με ανηφορίσει. «Ροτόντα» άλικη, άλλοτε του Διός, άλλοτε του Γαλέριου. Κάποτε των Δερβίσηδων, αείποτε του Άη – Γιώργη. Είτε Ασωμάτου, είτε Αρχαγγέλου.
Κάνω το σταυρό μου. Αυτός ο ανεξέλεγκτος αυτοματισμός μπροστά σε ό,τι – αδιακρίτως – ιερό, κινδυνεύω να με εκθέσει. Την ανεπεξέργαστη βοή της Συμβασιλεύουσας διαδέχεται η σιωπή από το πρώτο κιόλας βήμα προς την εισόδιο κόγχη. Τα επόμενα βήματα σε οδηγούν στον ομφαλό της. Και παραχρήμα η σιωπή γίνεται μουσική. Και άσμα. Άσμα σιωπών..
«Κοινές οι τύχες μας. Κι οι Αφροδίτες μας. Εννιά οι πλανήτες μας. Και χορεύουν μαζί μας στην πίστα»..
Θα ήταν πολύ εύκολο η νοερά ακοή ν’ αναπαράξει ήχο πλάγιο του πρώτου: «Κύριε εκέκραξα προς Σε»… Αλλά επιλέγει την ενδεδυμένη με βαλς φωνή της Έλλης Πασπαλά. Και η φωνή της συντίθεται, εναρμονίζεται με τα τόξα και τα ψηφιδωτά, διογκώνεται με την ηχώ του θόλου, φωτίζοντας, συνδράμοντος του οπαίου, την ψυχή του μνημείου. Και κάθε παύση, κάθε εκπνοή, πριν προλάβει να σβήσει, ενώνει τις νότες και τις σιωπές, σε ένα παιχνίδισμα ανάτασης, ιερολογημένης ίσως, ερωτικής αναμφιβόλως, έως αν η ηχώ φθάσει να γίνει απόηχος.
«Αγκαλιά.. Και γυρνάμε και πάμε αγκαλιά.. Στο χορό των άστρων, πάντα θα λέμε το ναι.. Πουθενά.. Πουθενά δε χωράμε, στη γη πουθενά.. Ο χορός των άστρων, Θεέ μου, ας μην πάψει ποτέ..».
Στη μουσική υπόκρουση της Ρεμπούτσικα και της Ζιώγα επικάθεται αυτός «ο αιώνιος διάλογος της οργής της γης και της ιερής γαλήνης». Τούτο το μυστικό της ενεργειακής γεωμετρίας σού αποκαλύπτεται, σα να μην υπήρξε ποτέ αόρατο. Ο γεωγραφικός τόπος και ο αρχιτεκτονικός τρόπος αυτού του πέτρινου κύκλου, σού δίνει το φιλί της ζωής. Αναπνέεις. Αλλιώς. Σε δροσίζει. Αλλιώς. Σε εγκλωβίζει, ή σε αγκαλιάζει; Πάντως, αλλιώς.
Ο επισκέπτης λαμβάνει την υπόκωφη αντήχηση του παλμού της Ροτόντας. Η ιερή γη της, άλλοτε σεισμογενής, αενάως ενεργειογενής, σε ταράσσει τόσο, ώσπου η σωματοψυχή σου να συναντήσει την αρμονία. Τότε νιώθεις ακαταμάχητη την ανάγκη να ακουμπήσεις την παλάμη σου «σε τούτα εδώ τα μάρμαρα». Και να κλείσεις τα μάτια, έστω για μια στιγμή. Μια αόρατη δύναμη ανιάτως σε καθαγιάζει.
«Και ζαλιζόμαστε. Παραδινόμαστε. Κι όσο δινόμαστε, δυναμώνει η τροχιά γύρω – γύρω..».
Το «χορό των άστρων» διαδέχεται, λίγα μέτρα πιο πέρα, η φωνή ενός νεαρού τενόρου. Εξαιρετικά λυρικός, δοκιμάζει τον εαυτό του ως Πρίγκιπα Ταμίνο, στο «Μαγικό Αυλό». Ανοίγω τα μάτια μου. Άραγε με ενοχλεί; Καθόλου.. Αντιθέτως.. Τον αγαπώ.. Άλλωστε, η «Ροτόντα» μού ζήτησε να τη συναντήσω κατάματα, με τα αυτιά και τα μάτια της ψυχής μου.
«Πετάω και πετάς. Μεθάω και μεθάς. Τί θαύμα ν’ αγαπάς, μ’ όλη αυτή την Αγάπη τριγύρω»!