Αυτές τις ημέρες ανακοινώθηκαν αποφάσεις από τη δικαιοσύνη σύμφωνα με τις οποίες καταδικάστηκαν υπουργοί και άλλα πρόσωπα ως συκοφάντες. Με αφορμή αυτές τις αποφάσεις θα λεξιλογήσουμε σήμερα τον συκοφάντη και την συκοφαντία.
*Της Σοφίας Μουρούτη Γεωργάνα
Πολιτικοί κατηγορούν τους αντιπάλους τους για συκοφαντία, δημόσια πρόσωπα κάνουν λόγο για συκοφαντική δυσφήμιση. Εμείς, ως συνήθως, θα λεξιλογήσουμε και θα μελετήσουμε την ιστορία και την πορεία της λέξης.
Ο λεκτικός τύπος συκοφάντης είναι σύνθετος και παράγεται από το σῦκον+-φάντης. Το –φάντης με την σειρά του προέρχεται από το αρχαίο ρήμα φαίνω – φαίνομαι, που σημαίνει φανερώνω, παρουσιάζω. Άρα ο συκοφάντης ήταν αυτός που φανέρωνε τα σύκα.
Συκοφάντης ήταν, λοιπόν, στα αρχαία χρόνια, εκείνος που έφερνε στο φως τα σύκα, που ήταν κρυμμένα μέσα στα ρούχα του κλέφτη.
Μια άλλη ερμηνεία θέλει τον συκοφάντη να είναι μηνυτής όσων είχαν κλέψει σύκα αφιερωμένα σε θεούς ή θεές, άρα πάλι ο συκοφάντης αποκαλύπτει σύκα.
Συκοφάντης, όμως, ήταν και όποιος πρώτος έδειχνε στους άλλους τα ώριμα σύκα, τους δημοφιλείς από τότε καρπούς. Συνήθως, έκανε κάτι τέτοιο, τραντάζοντας τα κλαδιά ή τον κορμό της συκιάς, για να φανούν τα σύκα που δεν διακρίνονταν μέσα στα πυκνά φύλλα της συκιάς.
Συκοφάντης χαρακτηριζόταν και το πρόσωπο που κατήγγειλε όσους εξήγαν παρανόμως σύκα από την αρχαία Αθήνα, παραβιάζοντας σχετικό ψήφισμα σε περίοδο λοιμού. Τα γλυκά αυτά φρούτα του καλοκαιριού είχαν ιδιαίτερη θρεπτική αξία και, όποτε στην πόλη εξαπλωνόταν μια επιδημική ασθένεια, η εξαγωγή τους θεωρούνταν παράπτωμα.
Η αρχική σημασία της λέξης επεκτάθηκε και δήλωνε τον καταδότη στις αρχές διαφόρων παρεκβάσεων. Λαθραία εισαγωγή προϊόντων, παράνομη κτήση ή επικαρπία ξένης ιδιοκτησίας, φοροδιαφυγή, εχθρικές ενέργειες κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος ήταν μερικές από τις παραβάσεις που ανέφεραν οι συκοφάντες.
Συκοφάντης ονομαζόταν και οποιοσδήποτε μηνυτής.
Μια από τις σκοτεινές πλευρές του αθηναϊκού δημοκρατικού πολιτεύματος του 5ου και ιδιαίτερα του ταραγμένου 4ου αιώνα ήταν και η ευκολία με την οποία μερικοί Αθηναίοι μπορούσαν να ζουν από την συκοφαντία. Οι συκοφάντες ταυτίζονταν με τους εκβιαστές. Αν καταδικαζόταν ο καταγγελλόμενος πολίτης, ο συκοφάντης είχε και οικονομικό όφελος. Την εποχή του Περικλή, μάλιστα, άρχισαν να πληθαίνουν και αποτελούσαν αντικείμενο κορϊδίας των κωμωδιογράφων.
Πιο διαδεδομένη στην αρχαιότητα ήταν η ταύτιση του συκοφάντη με αυτόν που αποκάλυπτε τα σύκα τα κρυμμένα στα ρούχα κάποιου, επομένως φανέρωνε μια μικροκλοπή, μια πράξη ασήμαντη, δηλαδή. Έτσι κατέληξε η λέξη να σημαίνει όποιον κατηγορεί έναν άλλο για κάτι όχι σπουδαίο, για ένα μικροπαράπτωμα και κατ’ επέκτασιν τον κατηγορεί ψευδώς.
Οι ψεύτικες κατηγορίες διατυπώνονται από φτηνούς συκοφάντες, ξεδιάντροπους διαβολείς. Ο κάθε διαβολέας συκοφαντεί και η πράξη του είναι συκοφάντηση, και, όταν γίνεται καθ’ υπερβολήν, κατασυκοφάντηση. Η διάδοση της μιας ψεύτικης είδησης αποτελεί συκοφαντία ή, όπως λέμε σήμερα, λασπολογία.
Και για να έλθουμε στην ρίζα της λέξης. Το πρώτο συνθετικό της σῦκον έχει ένα παράγωγο επίθετο το συκωτός στα αρχαία ελληνικά, που μας δίνει το γνωστό συκώτι στα νέα ελληνικά. Ἧπαρ συκωτόν ήταν το καλοθρεμμένο ζώο, που είχε τραφεί με αρκετά σύκα και ήταν κατάλληλο για σφαγή και επομένως νόστιμο, όταν το φάει κανείς.
Μακρηγορήσαμε με τα σύκα και τους συκοφάντες. Κλείνουμε με το αντίθετο του συκοφάντη που είναι ο υμνητής και ο εγκωμιαστής.
*Η Σοφία Μουρούτη – Γεωργάνα είναι φιλόλογος και διδάσκει στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδας