Τίτλοι τέλους έπεσαν στην σχέση του «Ποταμιού» με το ΚΙΝΑΛ ή του ΚΙΝΑΛ με το «Ποτάμι», ανάλογα την οπτική του καθενός. Βέβαια, το ότι αυτός ο «γάμος» θα κατέληγε σε διαζύγιο και μάλιστα πολύ γρήγορα, είχε φανεί από νωρίς. Από τα… προξενιά ακόμα.
Από την πρώτη στιγμή ο «γαμπρός» και το σόι του, δεν έκρυψαν τις απαιτήσεις τους, οι οποίες ήταν μεγάλες, καθώς ζήτησαν, πέρα από την συμφωνία να ενώσουν τα «μαγαζιά» τους, προίκα και διαμέρισμα και το κουμάντο της νέας, ενοποιημένης «επιχείρησης».
Από την άλλη η «νύφη» και το σόι της, έδιναν ευχαρίστως το διαμέρισμα, έτσι κι αλλιώς μαζί θα έμενε το «ζευγάρι», το κουμάντο όμως δεν το συζητούσαν καν. Δεν είναι κι εύκολο να εμπιστευτείς, ένα οικογενειακό «πολυκατάστημα» – έστω κι αν περνάει κρίση – που πηγαίνει από πατέρα σε γιο ή, στην χειρότερη περίπτωση, σε στενούς συγγενείς, σε έναν ιδιοκτήτη «μικρομάγαζου», όσο ικανός κι εργατικός κι αν είναι. Τουλάχιστον όχι αμέσως.
Με τούτα και με εκείνα και με τη βοήθεια των προξενητών και της… γειτονιάς, οι αντιρρήσεις του γαμπρού κάμφθηκαν – προσωρινά – και οι δύο «νέοι» ένωσαν τις ζωές και τα «μαγαζιά» τους. Ο «γαμπρός», έκανε την καρδιά του πέτρα και μπήκε στο διαμέρισμα και στη νέα επιχείρηση και η «νύφη» ανέλαβε να «τρέχει» το νέο «πολυκατάστημα», ρωτώντας τον που και που και την γνώμη του, κυρίως για να μην νιώθει παραμελημένος.
Η αλήθεια είναι ότι κι εκείνη έκανε πολλά και σοβαρά λάθη κι εκείνος, αντί να βοηθήσει να τα διορθώσουν, της τα «χτύπαγε» σε κάθε ευκαιρία, κάνοντάς την «βούκινο» σε συγγενείς και φίλους, ελπίζοντας ότι έτσι θα καταφέρει να πάρει το κουμάντο του «μαγαζιού».
Τελικά ο γάμος διαλύθηκε, εκείνος πήρε το μερίδιό του από την επιχείρηση και γύρισε στο «μικρομάγαζο», εκείνη κράτησε το κουμάντο και τους υπόλοιπους «συνεταίρους» και πλέον πορεύονται δρόμους χωριστούς, που οδηγούν όμως στον ίδιο προορισμό. Ποιος θα καταφέρει να φτάσει, θα δείξει.