Επί σειρά δεκαετιών η Μεγάλη Βρετανία είναι ο πλέον αξιόπιστος σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών, με αποτέλεσμα να έχει καθιερωθεί ο όρος “Ειδική Σχέση”, στην ορολογία των διεθνών σχέσεων. Μάλιστα για πολλούς οι Βρετανοί είναι η φωνή της λογικής, η οποία παραδοσιακά ψιθυρίζει στο αυτί των ατίθασων Αμερικανών, επαναφέροντας τους σε διάφορες περιπτώσεις στον ίσιο δρόμο. Όπως άλλωστε είχε χαρακτηριστικά σχολιάσει και ο αείμνηστος Τσόρτσιλ, “Μπορείς πάντα να υπολογίζεις ότι οι Αμερικανοί θα κάνουν το σωστό, όταν έχουν δοκιμάσει όλα τα άλλα”.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Με βάση αυτή την παράδοση, πολλοί είναι αυτοί που υπολόγιζαν ότι η σημερινή Πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, θα μπορούσε να παίξει αυτό το ρόλο με τον Αμερικανό Πρόεδρο, Ντόναλντ Τράμπ. Διαψεύστηκαν πανηγυρικά. Όχι μόνο δεν το έπραξε, αλλά η σχέση τους δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και η καλύτερη. Άλλωστε στο Λονδίνο, παρά το χάλι της ίδιας της Πρωθυπουργού και της κυβέρνησή της, συνεχίζει να επικρατεί η άποψη, και σωστά, ότι η Μεγάλη Βρετανία είναι μια μεγάλη και υπολογίσιμη δύναμη στη διεθνή σκακιέρα. Παρόλα αυτά στο τέλος θα υποκύψει στη σκιά της Αμερικής.
Η Μεγάλη Βρετανία, συνεχίζει να είναι μια δύναμη η οποία λόγω του ναυτικού της, μπορεί να εξασκήσει δύναμη πολύ μακριά από το νησί, με αποτέλεσμα να μπορεί να επιλέξει τον τόπο και το χρόνο εμπλοκής σε κρίσεις ανά τον κόσμο.
Παρόλα αυτά υπάρχουν δύο περιπτώσεις που μπορεί αυτό το πλεονέκτημα να απειληθεί. Η πρώτη έχει να κάνει με την περίπτωση, που έχει να αντιμετωπίσει έναν αντίπαλο με πολύ πιο ισχυρό ναυτικό. Με δεδομένο ότι η μόνη χώρα που διαθέτει πιο ισχυρό ναυτικό είναι οι ΗΠΑ, αυτό θεωρείται εξαιρετικά απίθανο. Η δεύτερη περίπτωση είναι η πλέον σημαντική και έχει να κάνει με την πιθανότητα που το Βρετανικό Ναυτικό, ξεπέσει σε επίπεδο που δεν θα έχει τη δυνατότητα να εκπέμψει δύναμη σε παγκόσμια κλίμακα.
Η δεύτερη περίπτωση είναι ένα θέμα που αντιμετωπίζει σήμερα η Μεγάλη Βρετανία και πρόκειται για μια ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη. Το πρόβλημα έχει δημιουργηθεί, όχι από ένα λόγο που θα περίμενε κανείς, αλλά από το γεγονός ότι το Λονδίνο προσπάθησε να αυξήσει δραματικά τη ναυτική του δύναμη.
Βασικό ρόλο στο θέμα αυτό έχουν παίξει τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα. Η κατηγορία αμερικανικών αεροπλανοφόρων “Νίμιτς”, είναι τα μεγαλύτερα πολεμικά πλοία που πλέουν σήμερα, και έχουν επτά φορές μεγαλύτερη μαχητική ικανότητα έναντι οποιουδήποτε πολεμικού πλοίου άλλων χωρών. Ακόμη και χωρίς τα πυρηνικά όπλα που διαθέτουν, είναι τα ισχυρότερα συμβατικά όπλα που έχει στη διάθεσή της οποιαδήποτε χώρα του πλανήτη. Στην περίπτωση που ένα από αυτά είναι εξοπλισμένο με πυρηνικά, έχει περισσότερη δύναμη πυρός από το σύνολο των ενόπλων δυνάμεων της Γαλλίας. Και η Αμερική έχει στη διάθεσή της δέκα τέτοια αεροπλανοφόρα. Όσο λοιπόν οι ΗΠΑ έχουν αυτά τα σούπερ όπλα και πολύ σύντομα τους διαδόχους τους κατηγορίας “Φόρντ”, είναι εξαιρετικά δύσκολο για οποιονδήποτε αντίπαλο να αντιμετωπίσει τους Αμερικανούς και είναι επίσης σίγουρο ότι οποιαδήποτε δύναμη αποφασίσει να συμμαχήσει μαζί τους, θα βρίσκεται στη σκιά τους.
Αυτό είναι κάτι που έχει γίνει αντιληπτό με σαφήνεια από το Λονδίνο, εδώ και πολύ καιρό, με αποτέλεσμα να ληφθεί απόφαση η Μεγάλη Βρετανία μνα προχωρήσει στη ναυπήγηση δικών της αεροπλανοφόρων. Η απόφαση αυτή οδήγησε στο πρόγραμμα κατασκευής δύο αεροπλανοφόρων, “Βασίλισσα Ελισάβετ”. Όταν και εάν ναυπηγηθούν θα είναι τα μεγαλύτερα και πιο ισχυρά πολεμικά πλοία που θα πλέουν στις θάλασσες μετά από τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα, και θα δώσουν στο Λονδίνο μια τουλάχιστον, ισότιμη θέση στο τραπέζι των διεθνών αποφάσεων, δίπλα στην Ουάσιγκτον.
Μέχρι εδώ όλα καλά. Μόνο που το σχέδιο δεν προχώρησε τόσο ομαλά. Το πρόγραμμα βρίσκεται σε ισχύ για δεκαετίες και από το ξεκίνημά του, η Μεγάλη Βρετανία, έχει αλλάξει αρκετές κυβερνήσεις και πέντε Πρωθυπουργούς. Στο διάστημα αυτό υπήρξαν οικονομικές κρίσεις, ο πόλεμος στο Ιράκ, ο πόλεμος στο Αφγανιστάν, η επέμβαση στη Λιβύη, και πάνω σε αυτά και ο εκτροχιασμός οικονομικά του προγράμματος Joint Strike Fighter. Και βέβαια, τώρα υπάρχει και του Brexit, που η ανίκανη κ. Μέι, κάνει ότι είναι δυνατόν, να μετατρέψει, ένα κέρδος για τη Μεγάλη Βρετανία, σε κρίση με μεγάλο κόστος.
Για να διατηρηθεί το πρόγραμμα των αεροπλανοφόρων ζωντανό, το Λονδίνο, αναγκάστηκε να περικόψει σημαντικά άλλες αμυντικές δαπάνες, και να μεταθέσει, τα αεροσκάφη, τους πιλότους και τα τεχνικά πληρώματα, του ναυτικού στο ναυτικό των ΗΠΑ, για να διατηρήσουν επιχειρησιακή ετοιμότητα. Με τις περικοπές ακόμη και στην περίπτωση που ολοκληρωθεί η κατασκευή των δύο αεροπλανοφόρων η Μεγάλη Βρετανία δεν θα έχει τα απαιτούμενα για την προστασία τους πλοία.
Τα αεροπλανοφόρα παρά το γεγονός ότι αποτελούν μια δύναμη από μόνα τους, δεν σημαίνει ότι είναι και εντελώς αδύνατον να βυθιστούν. Γιαυτό ακριβώς το λόγο, κάθε αμερικανικό αεροπλανοφόρο, συνοδεύεται από ένα αριθμό πολεμικών πλοίων, “Battle Group”, που έχει ως αποκλειστικό σκοπό την προστασία του. Το Βρετανικό Ναυτικό έχει εξασθενίσει σε τέτοιο σημείο τα τελευταία χρόνια, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να σχηματίσει δυο Battle Groups, και ταυτόχρονα να έχει και έναν αξιόπιστο ναυτικό για την υπεράσπιση της χώρας.
To Λονδίνο έχει δυο επιλογές. Η πρώτη είναι να αφήσει κατά μέρος τη φιλοδοξία για τη ναυπήγηση των δυο αεροπλανοφόρων και η δεύτερη να εντάξει τα αεροπλανοφόρα στα Battle Groups των ΗΠΑ, συμβαδίζοντας πλήρως στη στρατηγική πολιτική με την Ουάσιγκτον, ελπίζοντας ότι η φωνή του θα ακουστεί λόγω της συνεισφορά του.
Σύμφωνα με τις ενδείξεις, η απόφαση έχει ήδη ληφθεί. Οι Βρετανοί δεν είναι τόσο ανόητοι για να προχωρήσουν μόνοι τους και δεν είναι επίσης ανόητοι να προχωρήσουν μόνοι τους εναντίον των ΗΠΑ. Θυμούνται ακόμη την κρίση του Σουέζ το 1956.
Η επερχόμενη επίσκεψη του Αμερικανού Προέδρου στο Λονδίνο, αναμένεται να είναι σημαντική και διαφωτιστική για τις εξελίξεις. Το Λονδίνο θα επιδιώξει μια απευθείας διμερή εμπορική συμφωνία με την Ουάσιγκτον, για να αντικαταστήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση στο κέντρο της οικονομικής του στρατηγικής. Σίγουρα θα έχει λιγότερους περιορισμούς, αλλά η κυβέρνηση Τράμπ, δεν θα είναι πολύ ελαστική με δεδομένο ότι οι Βρετανοί δεν έχουν πολλές επιλογές οικονομικά και στρατηγικά.
Είναι πολύ πιθανό ο κεντρικός οικονομικός ρόλος του Λονδίνου, να μεταφερθεί στη Νέα Υόρκη, ως μέρος των εμπορικών διαπραγματεύσεων με την ελπίδα ότι θα υπάρξουν κάποιες παραχωρήσεις σε άλλα θέματα ή για το γεγονός ότι χωρίς ένα σκληρό Brexit, ο χρηματοπιστωτικός τομέας θα αποχωρήσει από το Λονδίνο ούτως ή άλλως.
Στην περίπτωση, μάλιστα, που η κυβέρνηση Τράμπ, καταφέρει να εξασφαλίσει μια νέα συμφωνία στη NAFTA, ο ανταγωνισμός από το Μεξικό θα δημιουργήσει στο Λονδίνο το πρόβλημα που ο Πρόεδρος Τράμπ, λέει ότι το Μεξικό δημιουργεί στις ΗΠΑ. Η εναλλακτική θα είναι μια ξεχασμένη παράπλευρη συμφωνία που θα συνδέεται με την αμερικανική αγορά. Και σε κάθε περίπτωση, σε κάθε στρατιωτική επιχείρηση της Ουάσιγκτον, το Λονδίνο θα είναι παρών, διότι είναι καλύτερα να είσαι στη σκιά της Αμερικής παρά εναντίον της.
Με απλά λόγια αυτό που επιθυμεί ο Πρόεδρος Τράμπ, αυτό θα πάρει, διότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να εξασφαλιστεί η ασφάλεια και η ευημερία των Βρετανών.
Ακούγεται σκληρό, αλλά στην ουσία δεν είναι. Η Μεγάλη Βρετανία δεν μετρά στρατηγικά όντας μόνη της. Είναι μια χώρα που δεν απειλείται η ασφάλεια της. Είναι μια πλούσια χώρα. Και σε ένα διεθνές σύστημα που καταρρέει, είναι πολύ καλύτερα να βρίσκεσαι στη σκιά της Αμερικής. Είναι σαν ένας γονιός να ικανοποιεί το όνειρό του να μετακομίσει στο σπίτι των παιδιών του.
*Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος και Δημοσιογράφος, Απόφοιτος του The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies, The Johns Hopkins University, μέλος του The International Institute of Strategic Studies, και διετέλεσε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, το Στέητ Ντιπάρτμεντ, και το Πεντάγωνο, στην Ουάσιγκτον.