Με πήγε στην κυρά Λένη. «Κυρά Λένη, να σου γνωρίσω την Αργυρώ, την μαγείρισσα μου. Θα βάλουμε στο μενού Ζακυνθινό κουνέλι και θέλω να της το δείξεις.», της είπε. Λίγες μέρες είχα στο νησί. Είχα έρθει νωρίς, στις 10 του Μαγιού κι ήταν η πρώτη μου φορά σε όλο το Ιόνιο. Δεν είχα λιμπιστεί ποτέ αυτό το πέλαγος. Φαινόταν ήσυχο και γαληνεμένο κι εγώ αγαπούσα – κι αγαπώ – την αντάρα του Αιγαίου. Και μου φαινόταν παράξενο αυτό το νησί, που με νησί δε μού μοιαζε στην αρχή, με τόση πρασινάδα. Και σαν να μην έφθανε που ένιωθα τόσο ξένη και αλλιώτικη εδώ, έπρεπε να μαγειρέψω κουνέλι. Και που να πω στον εστιάτορα μου πως εγώ κουνέλι δεν είχα φάει από τα 9 μου χρόνια, τότε που η γιαγιά μου η Ελένη, που είχε κουνέλια και κότες στο κτήμα της στο Μαρούσι, μου είχε σερβίρει την Πέπη, το κουνελάκι που αγαπούσα κι έπαιζα μαζί του, σκορδάτο ένα μεσημέρι Κυριακής. Κι εγώ το είχα φάει, γιατί το έκανε τέλειο η γιαγιά μου το κουνέλι. Το τσιγάριζε και το έβαζε στη γάστρα με σαράντα σκελίδες σκόρδου κι ελαιόλαδο πολύ, να το σκεπάσει. Αλάτι και πιπέρι. Τίποτε άλλο. Και το σιγόψηνε για ώρες κι αυτό το άτιμο τραβούσε όλο το λάδι. Και τα σκόρδα έλιωναν και γινόντουσαν μια σάλτσα, μα μια σάλτσα. Και στο σερβίρισμα πασπάλιζε λίγη ρίγανη και τηγάνιζε τις πατάτες τραγανές, και στο πιάτο έβαζε πρώτα τις πατάτες και πάνω το κουνέλι με τη σάλτσα την σκορδάτη, και αχ. Τι το θυμήθηκα! Όμως μετά το φαγητό της λέω «Γιαγιά, να με πας τώρα στα κουνέλια να παίξω με την Πέπη». Κι εκείνη γέλασε και είπε «Ποια Πέπη καλέ; Αφού μόλις την έφαγες!» Κι εγώ έβγαλα τα έντερα μου από το κλάμα και τον καημό, και για μέρες δεν ήθελα να πάω στην γιαγιά μου, γιατί μου σκότωσε την Πέπη. Κι από τότε ούτε να το δω το κουνέλι δεν ήθελα. Όχι να το μαγειρέψω. Αλλά, πως να το πω αυτό, στον εστιάτορα μου που λίγο γνώριζα. Και πως να πω όχι σε ντόπιο πιάτο στην κάρτα μου; Αγαπώ τις τοπικές κουζίνες πιότερο από την δικιά μου. Κι έτσι πήγαμε στην κυρά Λένη.
«Καλώς την ψυχή μου!» είπε η κυρά Λένη με τον μελένιο της τρόπο. Γιατί η κυρά Λένη είναι καμωμένη κι από μέλι. Και βάσανα και δυσκολίες, αλλά το μέλι της είναι που βλέπεις πρώτα. Τα άλλα τα καταλαβαίνεις με τον καιρό. Με κάθισε λοιπόν απέναντι της, μου έκαμε έναν ωραίο, βαρύ τούρκικο, και μου είπε πως θα το κάμω:
«Θα βάλεις μπόλικο λάδι ελιάς σε ένα βαθύ τηγάνι. Θα τηγανίσεις καλά τα κομμάτια του κουνελιού. Και το σκωτάκι και το κεφάλι, είναι οι καλύτεροι μεζέδες. Αφού τα δεις να τραγανίζουν, θα τα βγάλεις σε μια πιατέλα. Θα έχεις δίπλα σου την κατσαρόλα, με μπόλικο, καθαρό λάδι και θα ανάψεις δυνατή φωτιά. Στο 3. Θα ξανατηγανίσεις τα κομμάτια, κι όταν κάμεις και τα τελευταία, θα τα βάνεις όλα στην κατσαρόλα και θα τση δώσεις μία γυρισία. Θα βάνεις την πάστα τομάτας, να σου τσιγαριστεί κι αυτούνη, θα βάνεις μπόλικο σκόρδο, θα σβήσεις με κόκκινο κρασί, θα κάμεις μια καλή ανακατεψία στο φαγί σου, και στο τέλος θα βάνεις και το νερό. Θα χαμηλώσεις τη φωτιά, να σου γίνει η σάρτσα σου μέλι και το κουνέλι βούτυρο. Θα τρίψεις ένα κρεμμύδι, θα το βάνεις κι αυτό στην κατσαρόλα, θα κλείσεις το καπάκι, και θα αφήσεις τη φωτία να κάμει τη δουλειά τση. Σαν σωθεί το υγρό κι έχεις κουνέλι μαλακό και σούγο πλούσιο, θα πασπαλίσεις λίγη κανέλλα και λίγη ρίγανη, θα κόψεις με το χέρι σου κομμάτια το ντόπιο τυρί, θα το βάνεις στην κατσαρόλα, θα σβήσεις τη φωτία και θα καπακώσεις την κατσαρόλα. Πάνε κάμε το τώρα, κι εγώ θα σου τση γράψω τη ρεσσέτα, να την έχεις να με θυμάσαι.Κι όταν το αποκάμεις, να μου φέρεις μία πιρουνία να δω τι έκαμες.»
Πήγα κι εγώ, κι έκαμα ως μου είπε. Αφού πέρασα κάνα δεκάλεπτο να κοιτώ το πακέτο του χασάπη χωρίς να το ανοίγω, από τον τρόμο μου να αντικρύσω το κουνέλι τεμαχισμένο. Το ξεπέρασα, όμως, και το μαγείρεψα. Το βάζω σε μία βαθειά πιατέλα με καπάκι και της το πάω όλο χαρά, να μου πει πως το έκανα. Ανοίγει η κυρά Λένη το καπάκι της πιατέλας, το κοιτά, και μου λέει γλυκά: «Άσε μου το ψυχή μου τώρα δω, που χω να κάμω δέκα θελήματα, και θα το δοκιμάσω μετά. Έλα συ το βραδάκι νωρίς να σου πω.» Πηγαίνω για μπάνιο, και το απογευμα πάω στο μαγαζί. Ακόμα δεν είχαμε ανοίξει, εγώ πήγαινα τα απογεύματα κι έκανα δοκιμές και οργάνωνα την κουζίνα κι ερχόντουσαν ο εστιάτορας και η οικογενεια του, ο σερβιτόρος και πότε πότε και κάνας φίλος τους, και δοκιμάζαμε τα φαγητά. Βλέπω πάνω στον πάγκο της λάντζας την πιατέλα με το κουνέλι. Την ανοίγω, και βλέπω ένα άλλο κουνέλι, πιο σκούρο, με τη σάλτσα πιο στεγνή. Κλείνω το μαγαζί και πάω στην κυρά Λένη. Μπαίνω στο μαγαζί της για να τη ρωτήσω και με προλαβαίνει: «Ψυχή μου, το διόρθωσα λίγο το κουνέλι σου. Το σκούπησα από τη σάρτσα και στο ξανατηγάνισα. Να μην το εφοβάσαι το πολύ τηγάνισμα. Έτσι το κάμουμε εμείς στην Ζάκυνθος. Να είναι σα μαύρο,αλλά όχι από το κακό του, μα από την ώρα την πολλήν στην κάψα του λαδιού».
Μαγειρεύω ακόμη το Ζακυνθινό κουνέλι, τρίτη μου χρονιά φέτος. Το κάνω λίγο πιο απαλό. Βλέπεις, το Ζακυνθινό κουνέλι είναι φαγητό της Κυριακής. Το τρώνε οι οικογένειες το μεσημέρι, μαζεμένοι όλοι μαζί γύρω απο το τραπέζι. Το τρώνε πάνω σε χοντρό μακαρόνι, να τραβάει όλη τη σάλτσα, με έξτρα ντόπιο τυρί τριμμένο από πάνω. Είναι από τα νοστιμότερα κοκκινιστά που έχω φάει στη ζωή μου. Η νοστιμότερη σάλτσα. Όλα τα χρωστά στην ελάχιστη κανέλλα, που δεν φωνάζει μα ψιθυρίζει, στην ρίγανη που στέκεται πλάι της ισότιμα, χωρίς να σκεπάζει, μα κυρίως και πάνω από όλα, στο ντόπιο τυρί. Το ζακυνθινό λαδοτύρι είναι ένα από τα πιο σπιρτόζικα τυριά που έχω δοκιμάσει. Έχει άρωμα σκανταλιάρικο και γεύση αμαρτία. Ξεσηκώνει όλα τα πιάτα που έχουν την τιμή να το έχουν μέσα τους. Το διπλοτηγανισμένο κουνέλι, όμως, για δείπνο, είναι λίγο βαρύ. Κι εγώ ταϊζω όλες τις φυλές του κόσμου, μα τις ταϊζω βράδυ, κι έτσι φροντίζω λίγο και το στομάχι τους. Όταν όμως το τηγανίζω, κάνω μερικά κομμάτια όπως μου το έμαθε η κυρά Λένη. Κι όταν έρχονται Ζακυνθυναίοι για φαγητό και το παραγγέλνουν, τους τα διαλέγω και τους τα σερβίρω. Το κεφάλι δεν το βάζω. Και κάθε φορά λέω στον χασάπη να μη το βάλει, και κάθε φορά μου το στέλνει. Δεν τον πολυσυμπαθώ, είναι η αλήθεια. Το συκώτι το βάζω αλλά δεν το σερβίρω. Το μοιράζομαι με την Μόμο, την βοηθό μου. Που την λένε Μόνικα, αλλά την φωνάζω Μόμο γιατί μου κερδίζει τον χαμένο χρόνο. Και όταν τελειώνει το κουνέλι από την κατσαρόλα, έχουμε χαρά. Γιατί στο τέλος της δουλειάς, βάζω στη σάλτσα μακαρόνια κι έξτρα λαδοτύρι, και είναι το φαγητό μας. Δεν έχω φάει φέτος μακαρόνια στη σάλτσα του κουνελιού. Δεν τρώω υδατάνθρακα πια. Εκτός από μία μέρα. Που δεν έχει έρθει ακόμα. Αλλά όταν θα έρθει, θα την ξέρω. Θα έχουμε δουλέψει σκληρά, θα έχουμε καλοταϊσει πολλούς, η δουλειά θα έχει τρέξει ωραία νεράκι, θα είμαστε όλοι χαρούμενοι και ικανοποιημένοι, και θα θέλουμε να κάτσουμε γύρω από το τραπέζι όλοι μαζί, να κάμουμε μια γουρουνιά μεταμεσονύκτια. Εκείνη τη μέρα, θα φάω τη σάλτσα από το κουνέλι με περισσή λιμπισιά, μακαρόνια, κι έναν σκασμό λαδοτύρι από πάνω. Και θα πιω και μια μπύρα, αφού πρώτα την αφήσω στην κατάψυξη για κάνα τεταρτάκι.