Σήμερα η πρώτη μέρα του Ιουλίου και μετά την κακοκαιρία των προηγούμενων ημερών μπορούμε να πούμε ότι είμαστε επιτέλους μέσα στο καλοκαίρι. Το ελληνικό καλοκαίρι, με το καρπούζι, τη θάλασσα, τα νησιά και τα τζιτζίκια.
*Της Σοφίας Μουρούτη Γεωργάνα
Ένα χαρακτηριστικό του ελληνικού τοπίου είναι το τζιτζίκι ή καλύτερα τα τζιτζίκια. Η μελωδία τους είναι ζυμωμένη με την ακοή μας, αφού, αν κάποια στιγμή σταματήσει, νομίζουμε ότι κάτι συνέβη ή αναφωνούμε με ανακούφιση: Επιτέλους ησυχία!
Λέξη που διαμορφώθηκε τα μεσαιωνικά χρόνια και αναπαράγει τον ήχο τζι, τζι, τζι, τη μουσική του καλοκαιριού. Είναι, δηλαδή, λέξη ηχομιμητική, όπως συνηθίζουμε να λέμε.
Ο αρχαίος λεκτικός τύπος από τον οποίο προέρχεται είναι ὁ τέττιξ, τοῦ τέτιγγος,που επίσης αποδίδει το γλυκόλαλο τζιτζίκισμα ή αλλιώς τερέτισμα του συμπαθητικού και οικείου αυτού εντόμου.
Λέγεται αλλιώς τζίντζιρας και ζει στα δέντρα, ενώ τραγουδιστές είναι μόνο τα αρσενικά τζιτζίκια. Όταν τα πιάσουν από το φτερό, γίνονται λαλίστατα. Γι’ αυτό υπήρχε μάλιστα η φράση στα αρχαία χρόνια: τέττιγα πτεροῦ εἴληφας. Έπιασες το τζιτζίκι από το φτερό και αυτό δηλώνει το φόβο του, φωνάζοντας. Λεγόταν για όσους διαμαρτύρονται έντονα μετά από κάτι δυσάρεστο που τους συνέβη. Κάνουν φασαρία, αλλά φοβούνται ταυτόχρονα.
Ο ήχος τους άρεσε ιδιαίτερα στους αρχαίους Έλληνες, γιατί ήταν γλυκός. Γι’ αυτό οι τέττιγες ήταν «Μουσῶν προφῆται», το χάρισμά της φωνής τους ήταν δώρο των Μουσών.
Οι φλύαροι άνθρωποι ονομάζονταν τέττιγες, τζίτζικες, που σου παίρνουν το κεφάλι με την αδιάκοπη φλυαρία τους.
Οι αρχαίοι έτρωγαν τα μικρά τζιτζικάκια, τα τεττιγόνια, όπως τα ονόμαζαν. Έφτιαχναν κλουβιά από βούρλα και έβαζαν μέσα τα τζιτζίκια, προφανώς, όχι για να τρώνε τα μικρά τους, αλλά για να ακούνε τη χαρούμενη λαλιά τους.
Επιπλέον, οι Αθηναίοι, υπερήφανοι για το ότι ήταν αυτόχθονες και όχι φερμένοι από άλλα μέρη, όπως οι ιδεολογικοί τους αντίπαλοι Σπαρτιάτες, που ήταν Δωριείς, φορούσαν στα αυτιά τους ως σκουλαρίκια χρυσοῦς τέττιγας. Αυτό κυρίως το έκαναν πριν από τα χρόνια του περίφημου Αθηναίου νομοθέτη Σόλωνα. Μάλλον δεν ήταν σκουλαρίκια με τη σημερινή έννοια του όρου, αλλά περόνες, καρφίτσες, πάνω στις οποίες υπήρχε τοποθετημένος ο περί ου ο λόγος τέττιξ. Με την περόνη αυτή στερέωναν τα μαλλιά τους.
Η ονομασία τέττιξ δινόταν επιπλέον ως κωμικός χαρακτηρισμός σε μάγειρες που έρχονταν από ξένα μέρη, σε ιστορίες γεμάτες μυθικά στοιχεία κ.ά. Ακόμα και ο θαλάσσιος αστακός ονομαζόταν τέττιξ ἐνάλιος.
Τζίτζικας, λοιπόν, για κάθε περίπτωση και κυρίως για κάθε καλοκαιρινή περίπτωση. Τώρα έγινε τζίτζικας αρσενικός, γιατί στη νέα ελληνική έχουμε και αρσενικό λεκτικό τύπο (ο τζίτζικας) και ουδέτερο (το τζιτζίκι).
Σκάει ο τζίτζικας λέμε, όταν κάνει πολλή ζέστη, ενώ το ξεκίνημα καλοκαιριού ο λαός μας το δηλώνει με τη φράση «τζίτζικας ελάλησε, μαύρη ρώγα γυάλισε».
Για να δηλώσουμε, όμως, τη σπουδαιότητα μιας πράξης μας ισχυριζόμαστε ότι δεν πεταλώνουμε τζιτζίκια, αφού τα τζιτζίκια δεν έχουν πόδια μεγάλα και δυνατά, που να αξίζει να τα πεταλώσει κανείς.
Ο ήχος του τζίτζικα διατηρείται και στις άλλες γλώσσες, cicada στα αγγλικά, cigale στα γαλλικά, από το λατινικό cicadis, gjinkallë στα αλβανικά, ενώ στα τουρκικά είναι λίγο πιο περίπλοκη η ονομασία του ağustosböceği, που σημαίνει σκαθάρι του Αυγούστου. Σίγουρα η τουρκική δεν είναι ηχηρή.
Τα τζιτζίκια είναι αγαπημένο θέμα της λογοτεχνίας. Γνωρίζουμε όλοι το μύθο με το νωχελικό τζίτζικα που όλο το καλοκαίρι τραγουδούσε και τον εργατικό μέρμηγκα που μάζευε, για να περάσει το χειμώνα. Όταν, όμως, ήλθε ο χειμώνας, ο τέττιξ, πεθαίνοντας από την πείνα, «λιμώττων», όπως λέει χαρακτηριστικά ο Αίσωπος, «ᾔτει αὐτοὺς τροφήν», τους ζητούσε φαγητό.
Τα τζιτζίκια έχουν δοξασθεί και από τον Ελύτη στη συλλογή «Τα ρω του έρωτα». Εκεί όχι απλώς τραγουδούν, αλλά επιβεβαιώνουν το βασίλειο του Ήλιου στην ελληνική πλάση.
Η Παναγιά το πέλαγο
κρατούσε στην ποδιά της
Τη Σίκινο την Αμοργό
και τ’ άλλα τα παιδιά της
Από την άκρη του καιρού
και πίσω απ’ τους χειμώνες
Άκουγα σφύριζε η μπουρού
κι έβγαιναν οι Γοργόνες
Κι εγώ μέσα στους αχινούς
στις γούβες στ’ αρμυρίκια
Σαν τους παλιούς θαλασσινούς
ρωτούσα τα τζιτζίκια:
–Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
κι όλ’ αποκρίνονται μαζί:
– Ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει
Η κατάφασή τους «ζει» είναι το τζιτζίκισμά τους.
*Η Σοφία Μουρούτη – Γεωργάνα είναι φιλόλογος και διδάσκει στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδας