Του Στέλιου Ορφανάκη*
Η συμφωνία για τη βιωσιμότητα του Ελληνικού χρέους, όπως υπογράφηκε στο Eurogroup της 21ης του Ιούνη, κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, αφού μέχρι το 2022 μας βάζει σε μια προστατευμένη κατάσταση από πιθανές αναταράξεις στις διεθνείς αγορές, αλλά και απρόβλεπτες καταστάσεις που μπορούν να προέλθουν από την ίδια την πολιτική κατάσταση που θα επικρατεί στη χώρα μας στο διάστημα αυτό. Φυσικά η συμφωνία δεν οδηγεί σε απεγκλωβισμό της χώρας από τους δανειστές, ενώ η σφικτή δημοσιονομική πολιτική μέχρι το 2022, που θα επανεξεταστεί σε συνδυασμό με τις περικοπές των συντάξεων και του αφορολόγητου, υπονομεύουν την όποια οικονομική ανάταση της χώρας στο διάστημα αυτό.
Θα πρέπει να τονιστεί το ισχυρό πλαίσιο μετα-μνημονιακής εποπτείας, που ξεπερνάει κατά πολύ τα όρια ζωής της συγκεκριμένης Βουλής, κάτι που θα πρέπει να προβληματίσει ιδιαίτερα όλο το πολιτικό μας σύστημα για την αξιοπιστία που έχει – όση έχει- στα μάτια των Ευρωπαίων εταίρων μας.
Οι Ευρωπαίοι, αντιλαμβανόμενοι τα λάθη τους από τα πρώτα χρόνια εφαρμογής των μνημονίων, όπου περίπου μας ζητούσαν 25 δις ευρώ για τοκοχρεωλύσια, από το 2023 και μετά μας έδωσαν μια νέα 10ετή περίοδο χάριτος, σπρώχνοντας το «τενεκεδάκι» στο 2032. Άλλωστε και το ίδιο μας το χρέος, με τις παραγωγικές δυνατότητες που έχει η Ελλάδα, ήταν αδύνατο να πληρωθεί στις προβλεπόμενες αρχικές προθεσμίες και πιθανότατα θα εξακολουθήσει να ισχύει το ίδιο για πάρα πολλά χρόνια, αφού τα δομικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, της ελληνικής δημόσιας διοίκησης και της ελληνικής πολιτικής παραμένουν πάντα εδώ, σχεδόν αναλλοίωτα.
Η μετάθεση των πληρωμών, που αποφασίστηκε από τους δανειστές μας, στο απώτερο μέλλον μπορεί να φορτώνει βάρη εκτός από εμάς, στα παιδιά μας και στους “αγέννητους”, αποτελεί όμως αναγκαία λύση από τη στιγμή που η παραμονή μας στην ΕΕ εμποδίζει οποιοδήποτε κούρεμα, σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν μέχρι σήμερα.
Η Ελλάδα σήμερα έχει συνολικό χρέος περίπου 340 δισεκατομμύρια ευρώ και μετά τη συμφωνία θα αυξηθεί κατά 24 δισεκατομμύρια ευρώ λόγω του κεφαλαιακού cash buffer. Είναι σίγουρο ότι σε μερικά χρόνια από σήμερα θα «ανακαλύψουμε» ότι δεν είναι βιώσιμο. Οι Ευρωπαίοι εταίροι με τη συμφωνία αυτή πέτυχαν για τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα να μην τους αποτελεί πρόβλημα και εστία αποσταθεροποίησης της Ευρωζώνης. Φυσικά οι εταίροι δεν έκαναν το χρέος βιώσιμο, κάτι που σημαίνει ότι η χώρα δεν θα μπορεί να εξυπηρετεί τους τόκους και το κεφάλαιο χωρίς να καταρρεύσει πλήρως η κοινωνία. Η Ελλάδα, είναι αλήθεια, ότι δεν είχε -και υποθέτω δεν της ζητήθηκε γνώμη- για τη συμφωνία, αφού δεν πλήρωνε αυτή τον λογαριασμό. Το ίδιο θα ισχύει και για τα επόμενα χρόνια, ας μην κρυβόμαστε, αυτός που πληρώνει έχει λόγο, αυτός που απλώνει το χέρι για βοήθεια, μόνο να ελπίζει μπορεί.
Το πλέον ανησυχητικό είναι ότι κανείς σε αυτή τη χώρα δεν έχει κάνει ή δεν κάνει κάτι ώστε να έρθει αυτή η έρημη και «χιλιομοιρολογημένη» ανάπτυξη. Για παράδειγμα, σύμφωνα με στοιχεία της κυβέρνησης, έχουμε στόχο 2% για ανάπτυξη, όταν μόνο το 10% της ανόδου του τουρισμού δίνει αυτό το 2%, με δεδομένο ότι πλέον το 22% του ΑΕΠ μας οφείλεται σε αυτόν. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι άλλοι κλάδοι στην οικονομία μας συρρικνώνονται, ενώ αν κάτι πάει «στραβά» στο τουρισμό θα ξεχάσουμε το πρόσημο (+) μπροστά από το ρυθμό ανάπτυξης μας.
Διαβάζοντας τις προβλέψεις των οικονομικών αναλυτών η χώρα μας πολύ δύσκολα θα φθάσει να έχει μέσο όρο ανάπτυξης 2% – 2,5% κι αυτό αποτελεί την καλύτερη πρόβλεψη που έχω διαβάσει και είναι από τον οίκο Moody’s. Με δεδομένο όμως ότι δεσμευόμαστε από το 2023 με πρωτογενή πλεονάσματα του 2,2% είναι φανερό ότι η Ελλάδα είτε θα παραμένει στάσιμη είτε θα πτωχαίνει χρόνο με το χρόνο. Το πολιτικό σύστημα δεν μιλά. Απλά μοιράζει ελπίδες.
Η Ελλάδα πλέον και με τη βούλα της συμφωνίας, για να μη φάει τα παιδιά της, θα πρέπει να τα μάθει γράμματα και να τα στείλει στο Λονδίνο ή στη Γερμανία ή αλλού για να βρουν δουλειά. Κανείς δεν μιλάει από το πολιτικό σύστημα και είμαι μάλλον υποψιασμένος ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων δεν θέλει να ακούσει.
Η χώρα γερνάει γρήγορα, οι νέοι φεύγουν και θα φεύγουν, όσο εδώ δεν βλέπουν φως, οι ψήφοι θα βρίσκονται στα χέρια συνταξιούχων, δημοσίων υπαλλήλων και όσων επιδοτούνται είτε με επιδόματα είτε με άλλους τρόπους από το κράτος, σε λίγο πιθανότητα και στα χέρια των μεταναστών, που όπως πάμε θα γίνουν περισσότεροι από τους Έλληνες, αφού αυτοί έρχονται συνεχώς και οι Έλληνες φεύγουν συνεχώς.
Δυστυχώς οκτώ χρόνια κρίσης αποδείξαμε πέραν κάθε αμφιβολίας ότι το «παλιό» επικράτησε οποιασδήποτε προσπάθειας για να αλλάξουν τα κακώς κείμενα και να ‘ρθει το «νέο» που θα δώσει το έναυσμα για δημιουργία. Οι Ευρωπαίοι το έχουν καταλάβει αυτό, γι’ αυτό η όποια λύση μας προσφέρουν διέπεται από μια αγαπημένη μας συνήθεια: «Άστο για αργότερα», ενώ με την συνεχή εποπτεία μας υπενθυμίζουν τη γνωστή ατάκα του συγχωρεμένου Λάμπρου Κωνσταντάρα από την ταινία «Ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι»: «Το νου σας ρεμάλια!»
* Ο κ. Στέλιος Ορφανάκης είναι Καθηγητής (M.Sc) Φυσικών και Θετικών Επιστημών στη Δημόσια Εκπαίδευση, έχει εξειδικευθεί στην Τραπεζική Διοίκηση και σε Παράγωγα Προϊόντα, έχει εργαστεί ως Επενδυτικός Σύμβουλος στην Ιδιωτική Τραπεζική (Alpha Private Bank – Όμιλος ALPHA BANK). Είναι πολιτικό στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας, που έχει περάσει τη διαδικασία του Μητρώου Πολιτικών Στελεχών ενώ μετέχει στις επιτροπές: I) Οικονομίας & Ανάπτυξης και II) Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων του κόμματος.