today-is-a-good-day
19.1 C
Athens

Όταν έγραψε ο Γιάλομ

*Του Γιάννη Τριανταφύλλου

«Αυτό ήταν η ζωή; Τότε άλλη μια φορά!». Αναμφίβολα ευρηματικός ο τίτλος της -χορταστικής- αυτοβιογραφίας του διάσημου ψυχοθεραπευτή Ιρβιν Γιάλομ, η οποία μόλις κυκλοφόρησε στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Αγρα (πεύθυνες και για την κυκλοφορία πολλών άλλων βιβλίων δικών του  και της συζύγου του, Μέριλιν, στα ελληνικά ). Ενας τίτλος δηλωτικός τής ήρεμης ματιάς του Γιάλομ απέναντι στη ζωή, αφού θεωρεί πως έζησε καλά, έκανε πολλά πράγματα, αγάπησε και αγαπήθηκε από πολλούς, κι έτσι τώρα, στα 85 του, μοιάζει να μην φοβάται την έλευση του θανάτου -όποτε κι αν είναι αυτός να’ρθεί.

Βεβαίως η ζωή του μόνο εύκολη δεν ήταν. Παιδί εβράιων μεταναστών στην Αμερική, πέρασε πολλά χρόνια ζώντας στο μικρό σπίτι που βρισκόταν πάνω από το μπακάλικο του πατέρα του. Σε πμικρή ηλικία γνώρισε τη μετέπειτα -για πάνω από 6 δεκαετίες!- σύζυγό του Μέριλιν, η οποία, κοινωνικά, βρισκόταν κάπως ψηλότερα από αυτόν. Και, έχοντας αποφασίσει ότι εκείνη θα ήταν ο σύντροφος της ζωής του, έβαλε τα δυνατά του να χτίσει ένα μέλλον για τον εαυτό του που θα ήταν αξιοπρόσεκτο και σημαντικό.
Πέρασε στην Ιατρική Σχολή, διακρίθηκε κια, κάπως έτσι, κατόρθωσε να φύγει από το σπίτι του, το οποίο τον καταπίεζε, ως προσωπικότητα, σε μεγάλο βαθμό. “Ψυχαναλυόμενος” ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του, αναφέρει πως ενώ αγαπούσε τον πατέρα του, δεν του συγχώρεσε ποτέ το γεγονός ότι ήταν μονίμως υποτακτικός απέναντι στη δυναμική μητέρα του. Για την οποία, και πάλι τα αισθήματά του, είναι διττά: από τη μία θαυμασμός για την εργατικότητα και την ισχυρή προσωπικότητά της, από την άλλη απέχθεια για το γεγονός ότι δεν παρέλειπε, με την πρώτη ευκαιρία να τον φορτώνει με ενοχές. Ο έφηβος Ιρβιν ήθελε απεγνωσμένα να φύγει από το πατρικό του σπίτι, το συντομότερο δυνατό.
Με την εισαγωγή του στην Ιατρική Σχολή, το κατόρθωσε. Στο δεύτερο έτος, έχοντας πάρει μεταγραφή από την Ουάσιγκτον στη Βοστώνη, αρραβωνιάζεται με την Μέριλιν, η οποία είχε λείψει έναν χρόνο στην αγαπημένη της Γαλλία. Αυτόματα, το άγχος που ένιωθε μέχρι τότε, σταμάτησε, ο ύπνος του έγινε ήσυχος και βαθύς. Από πολύ νωρίς παίρνει την απόφαση να γίνει ψυχίατρος, επιχειρώντας να συνδυάσει τις δύο μεγάλες του αγάπες: την Ιατρική και τη Λογοτεχνία. Ο Γιάλομ σε όλη του τη ζωή, ποτέ δεν σταμάτησε να διαβάζει λογοτεχνικά βιβλία. Μάλιστα, αστειευόμενος, γράφει πως «μερικά, επειδή με τα χρόνια που πέρασαν τα έχω ξεχάσει, τα ξαναδιαβάζω και μου φαίνονται εξίσου ωραία!».
Από συγγραφείς ξεχωρίζει τον Ντίκενς. Ειδκότερα δε, ένα απόσπασμα από την Ιστορία Δύο Πόλεων, το οποίο θεωρεί ότι αντιπροσωπεύει σε μεγάλο βαθμό την τωρινή του κατάσταση ζωής: «Επειδή φτάνω όλο και πιο κοντά, όλο και πιο κοντά στο τέλος, ταξιδεύω σε έναν κύκλο που πλησιάζει, όλο και πλησιάζει την αρχή. Μοιάζει να είναι ένας τρόπος εξομάλυνσης και προετοιμασίας του δρόμου. Την καρδιά μου αγγίζουν τώρα πολλές αναμνήσεις που είχαν από πολύ καιρό αποκοιμηθεί».
Οι εμπειρίες από τους ασθενείς του, ατελείωτες και η καθεμιά με το δικό της, ξεχωριστό ενδιαφέρον. Άπειρες και οι αιτίες εξαιτίας των οποίων, εκείνοι ζητούσαν να τους ψυχοθεραπεύσει. Αξέχαστα τού έχουν μείνει τα λόγια μιας γυναίκας που ενώ πέθαινε από καρκίνο, είχε κατορθώσει στο τελικό εκείνο στάδιο να ζει με τον τρόπο που επιθυμούσε: «Τι κρίμα που χρειάστηκε να περιμένω ως τώρα που το σώμα μου το κατατρώει ο καρκίνος, για να μάθω πώς να ζω» ήταν το ‘αποχαιρετιστήριο παράπονό της που έμεινε βαθιά εντυπωμένο στο μυαλό του Γιάλομ.
Ο θάνατος πάντοτε τον απασχολούσε. Οταν πραγματεύθηκε το σχετικό θέμα στο βιβλίο του «Στον κήπο του Επίκουρου» είχα την ευκαιρία να του πάρω συνέντευξη. Το ρεζουμέ ήταν το ακόλουθο: «Πιστεύω ότι φοβάσαι λιγότερο τον θάνατο εάν έχεις κατορθώσει να ζήσεις μια πλήρη ζωή. Όπως ο ήρως του Τολστόι, ο Ιβάν Ιλιτς, ο οποίος πεθαίνοντας συνειδητοποιεί με τρόμο ότι δεν είχε ζήσει όπως πραγματικά θα ήθελε. Και ασφαλώς αυτό το συναίσθημα είναι σκληρό και γεμίζει με άγχος τις τελευταίες του στιγμές. Εγώ πιστεύω στην έννοια των κυματισμών που όλοι μας δημιουργούμε στη ζωή, όπως ένα βότσαλο που πέφτει σε μια λίμνη. Με τον ίδιον τρόπο που εμείς επηρεαστήκαμε από τους κυματισμούς προγενέστερων, απ’ότι εκείνοι άφησαν πίσω τους, κάπως έτσι κι εμείς, με τον τρόπο που ζούμε, δημιουργούμε κυματισμούς που θα επηρεάσουν στο μέλλον άλλους ανθρώπους. Αν πιστεύω ότι κάτι μένει μετά τον θανάτό μας είναι αυτό».
Ενώ δεν παρέλειψε να σημειώσει και τη μεγάλη σημασία του έρωτα στη ζωή: «Κατ’εμέ, ο έρωτας απομακρύνει τον θάνατο. Δεν είναι τυχαίο επίσης, το γεγονός ότι, συχνά, όταν πλησιάζει ο θάνατος, αυξάνεται η ερωτική επιθυμία του ανθρώπου, ίσως ως ένας τρόπος να γαντζωθεί στη ζωή. Υπάρχουν περιστατικά ασθενών που μεταφέρονται με ασθενοφόρο στην εντατική και μες το ασθενοφόρο “ορμούν” στη νοσοκόμα που τους συνοδεύει!».
Ο διάσημος ψυχοθεραπευτής και συγγραφέας αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο τού βιβλίου του στην Ελλάδα, ( την Αθήνα, τη Σύρο, τα Ιωάννινα ) υπό τον τίτλο «Πώς έγινα Ελληνας»(!). Ενδεχομένως λογικό, αν σκεφθεί κανείς ότι η χώρα μας είναι η πρώτη στον κόσμο σε πωλήσεις βιβλίων του, αναλογικά με τον πληθυσμό της. «Από όλες τις ξένες χώρες στις οποίες έχουν μεταφραστεί τα έργα μου. η Ελλάδα, μία από τις μικρότερες, καταλαμβάνει τον μεγαλύτερο χώρο στην ψυχή μου» εξομολογείται ο Γιάλομ. «Σε μια διάλεξή μου στο Χίλτον ήρθαν να με ακούσουν 2.500 άνθρωποι! Αναγκάστηκα να φτάσω στο βήμα, περνώντας μέσα από τις υπόγειες κουζίνες! Το ίδιο και στην υπογραφή των βιβλίων: η ουρά ήταν ατελείωτη. Η μεγάλη πλειονότητα του κονιού ήταν γυναίκες. Εζησα τη μοναδική εμπειρία να ακούσω τουλάχιστον πενήντα πολύ όμορφες Ελληνίδες να μου ψιθυρίζουν στο αυτί «Σας αγαπώ». Μάλλον για να μην το πάρω πάνω μου, μου εξήγησαν μετά ότι οι Ελληνίδες εκφράζουν συχνά τον θαυμασμό τους με αυτά τα λόγια, αλλά δεν τα εννοούν τόσο προσωπικά όσο οι Αμερικανίδες…».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ