Το γλωσσάρι του ThePresident
Της Σοφίας Μουρούτη – Γεωργάνα
Πρόταση δυσπιστίας κατέθεσε η Αντιπολίτευση σε βάρος της Κυβέρνησης και με αφορμή αυτό θα λεξιλογήσουμε για τη μομφή.
Μομφή είναι η κατηγορία, η επικριτική παρατήρηση σε έντονο ύφος, η απόδοση ευθύνης για αξιόποινες ή κατακριτέες πράξεις.
Πιο συχνά την συναντάμε στη φράση πρόταση μομφής ή πρόταση μομφής κατά βουλευτή ή πρόταση μομφής κατά του προέδρου ή μέλους του προεδρείου της Βουλής.
Παράγεται από το ρήμα μέμφομαι, που σημαίνει κατηγορώ.
Στα ελληνικά διατυπώνουμε μομφές από πολύ παλιά ήδη από την εποχή του χορικού Πινδάρου και του τραγικού Αισχύλου. Μάλιστα η μομφή είναι ποιητικός τύπος, δηλαδή τον συναντούσαμε σε λογοτεχνικά κείμενα των παλιών ελληνικών, και χρησιμοποιούνταν έναντι του πιο απλού μέμψις.
Τι μπορεί να κάνει κανείς με μια μομφή; Μπορεί να την προσάψει, να την αποδώσει, να την απευθύνει.
Αν δε θέλουμε να χρησιμοποιούμε διαρκώς τη μομφή, μπορούμε ως συνώνυμο να γράψουμε την επίκριση, την κατηγορία, την επίπληξη, την επιτίμηση, την κατάκριση, ακόμα και τον πιο απαιτητικό ψόγο ή την επίσης δύσκολη να σκεφθεί κανείς αιτίαση.
Για να αναφερθούμε στα αντίθετα της μομφής, θα κάνουμε λόγο για έπαινο, εγκώμιο, αθώωση ή σε ένα σημασιολογικό κρεσέντο στο διθύραμβο.
Στην οικογένεια της μομφής εντάσσεται αυτός που δεν έχει καμιά κατηγορία να τον βαραίνει, δηλαδή ο άμεμπτος, ενώ εκείνος που του αξίζει η μομφή είναι αξιόμεμπτος.
Ο πολύ κακός είναι επίμεμπτος, χαρακτηρισμός που στα πολύ παλιά χρόνια δινόταν σε διαγωγές μαθητών που είχαν κάνει πολλές σκανταλιές.
Πρώτο ετυμολογικό ξαδερφάκι είναι και ο μεμψίμοιρος, που διαρκώς μεμψιμοιρεί, μέμφεται τη μοίρα του, είναι γκρινιάρης με άλλα λόγια.
Κι όλα αυτά περιμένοντας τη συζήτηση σχετικά με την πρόταση μομφής.