Είμαι εγγονή, κόρη κι αδερφή ψαράδων. Το χαρτζιλίκι μου σαν παιδί το κέρδιζα ξεμπλέκοντας σκορπινάκια από τα δίχτυα, ξεμπερδεύοντας τις πετονιές στα παραγάδια, καθαρίζοντας κιλά γαρίδας για δόλωμα. Έχω φάει ό,τι έχει βγει από τη θάλασσα. Από μωρό. «Τι τσάρι είναι ατό, μπαμπά;» ρωτούσα. «Ψαρόψαρο, αγάπη μου» μου έλεγε. «Έλα γιε μπαμπά!», έλεγα εγώ. «Ψαρόψαρο, σου λέω. Πρώτα θα μάθεις να τα αγαπάς χωρίς να τα ξεχωρίζεις. Μετά θα μάθεις να τα ξεχωρίζεις». Και μου έμαθε να τα αγαπάω. Να τα τιμώ και να τα σέβομαι. Να τα ξεχωρίζω. Να τα μαγειρεύω. Αυτά μου τα έμαθε ο πατέρας μου. Να τα πιάνω, να τα καθαρίζω, να τα γδέρνω, να τα φιλετάρω, να καταλαβαίνω τη νοστιμιά τους από το άγγιγμα, να τα συντηρώ και να τα διαχερίζομαι μου τα έμαθε ο αδερφός μου. Πέρασα δυο χειμώνες στο ψαράδικο του, μαθητεία κανονική. Ταμείο έκανα, στα χαρτιά. Στην πραγματικότητα, όμως, έκατσα πλάι του να βλέπω για να μάθω. Ήταν μεγάλο ταξίδι για μένα η μαθητεία πλάι στον μικρό μου αδερφό. Τον εθαύμασα πολύ, τον σεβάστηκα περισσότερο, τον παραδέχτηκα άνευ όρων.
Τα έκανα όλα αυτά, γιατί στα νησιά θέλω να μαγειρεύω θάλασσα. Κι ας αγαπώ πολύ να τρώω κρέας. Κι ας το μαγειρεύω νόστιμα πολύ. Δε θέλω αυτή τη σάρκα στα τηγάνια και στις κατσαρόλες μου στη σεζόν. Δε μου πάει το κοκκινιστό πλάι στο κύμα. Κι όλα τα εστιατόρια που δούλεψα, εκτός του πρώτου, που ήταν μέσα στα σοκάκια της Πάρου, έβλεπαν θάλασσα από το παράθυρο της κουζίνας. Σε κάθε νησί, όταν πρωτοπήγαινα, και με πηγαίναν οι εστιάτορες στους ψαράδες του, γινόμουν πρόβλημα για αυτούς. Γιατί ήξερα. Γιατί απαιτούσα. Γιατί γκρίνιαζα και φώναζα και έβριζα. Και στο τέλος είτε τους άλλαζα και πήγαινα στον επόμενο, είτε εμάθαιναν και μου έκαμαν τα κέφια.
Η δικιά μου ώρα στην κουζίνα είναι η ώρα των ψαριών. Ο διαλογισμός μου, η γείωση μου, η ηρεμία μου είναι η περιποίηση τους. Κάθε που πιάνω τον ξιφία για να τον γδάρω και να τον κόψω για το σουβλάκι που κάνω, νιώθω πιο κόρη του πατέρα μου. Νιώθω τα χέρια του στα χέρια μου. Κάθε που πάω στον ψαρά μου να φιλετάρουμε παρέα έναν ολόκληρο τόνο, νιώθω πιο αδερφή του αδερφού μου. Νιώθω την αγάπη του για τα ψάρια στην καρδιά μου. Κάθε που καθαρίζω ένα φρέσκο, ντόπιο χταπόδι και φτάνω στον λολό, τρέχουν τα σάλια μου γιατί τον σκέφτομαι να σπάει στο τηγάνι και να μελώνει τα ψιλοκομμένα πλοκάμια του. Βάζω τον ζωντανό αστακό στο καυτό το λάδι και μέσα μου κλαίω και ζητώ συγχώρεση και ταυτόχρονα πεταρίζει η καρδιά μου για τη νοστιμιά που θα προσφέρει. Και μετά γελώ με την υποκρισία μου, γιατί ποτέ δε σκέφθομαι το ίδιο για τα εκατοντάδες κιλά μυδιών που αχνίζω ζωντανά. Τι σου κάνει το πρόσωπο, ε; Κακοκαρδίζω τον ψήστη μας που δεν τον αφήνω να αλατίσει τα ψάρια πριν τα βάλει στα κάρβουνα, γιατί σκέφθομαι εκείνους τους γνήσιους ψαροφάγους που δε θέλουν παρά την κρουστή σάρκα καθαρή, χωρίς λαδολέμονα, αλάτια και φτιασίδια. Μαγειρεύω το σαγανάκι με γαρίδες του πατέρα μου. Χωρίς τομάτα. Μόνο με λάδι, λεμόνι, φέτα και μπόλικο φρέσκο, μαύρο πιπέρι. Πάντα φαίνεται παράξενο αυτό στους εστιάτορες. Μετά το τρώνε, ζητούν κι άλλο ψωμί, και το βάζουν στην κάρτα. Προτιμώ τα ταπεινά, εποχιακά ψαράκια, από τα τρίκιλα συναγρίδια και τις λαχταριστές τσιπούρες του κιλού. Λατρεύω να κάνω ψαρόσουπες και στο τελείωμα να βάζω όστρακα και καραβίδες. Ευχαριστιέμαι τον παιδεμό του αλέσματος κάμποσης απο την σάρκα μαζί με τα λαχανικά. Καθαρίζει το μυαλό μου ενώ περνώ λίγο λίγο το ζουμί από το ψιλό σουρωτήρι για να είμαι σίγουρη πως κόκκαλο δε θα αγγίξει γλώσσα, λέπι δε θα ταράξει την βελούδινη υφή της.
Θα μπορούσα να κάνω τα μισά από αυτά. Να τα δείξω στα κορίτσια μου και να τα κάνουν εκείνες. Και να σου πω και την αλήθεια, είμαι σίγουρη πως θα τα κάνουν καλύτερα από μένα, γιατί είναι άξιες, μαθαίνουν γρήγορα και νοιάζονται κιόλας. Όμως δε θέλω. Θα με ακούσεις να λέω τακτικά «πάω να κόψω το γαμωξιφαράκι» και ίσως νομίσεις πως το βαριέμαι. Όχι. Το λέω χαΙδευτικά. Κι όταν, μια στο τόσο, έρχεται ολόκληρος, με το κεφάλι και τη μύτη, θα με ακούσεις να μιρλάω που δε μου το έκοψε. Αν μείνεις όμως λίγο στην κουζίνα, θα με δεις να χαϊδεύω τη μύτη, και να βουρκώνω με χαμόγελο, γιατί θυμάμαι που ήμουν κοριτσάκι κι ο μπαμπάς μου μας έφτιαχνε σπαθιά με τις μύτες από τους ξιφίες. Κι όταν ήμουν στην Χίο, και μαγείρευα γαλέο σαβόρο, κι ερχόταν κανένα γαλεάκι ολόκληρο, αφού πλακωνόμουν με τον εστιάτορα που αγόρασε μούφα γαλέο χωρίς να μου το πει – ο γνήσιος γαλέος δεν έχει τις σειρές δοντιών που έχουν τα υπόλοιπα καρχαριοειδή – το ξεμασέλιαζα, του έβαζα ένα ξυλάκι στα δόντια, και το στέγνωνα, όπως είχα δει τον μπαμπά μου να κάνει σαν ήμουν μικρή.
Είμαι εγγονή, κόρη κι αδερφή ψαράδων. Κι έρχομαι και δουλεύω σεζόν στα νησιά τα καλοκαίρια γιατί θέλω να τα μαγειρεύω νόστιμα. Θέλω να έρχονται οι ξένοι και να μαθαίνουν τη δική μας γεύση. Θέλω να μαγειρέψω ροφό με ντόπια, κίτρινα φασολάκια. Να φιλετάρω σκουμπράκια σε λίγο καιρό που θα είναι τραγανά, να τα τυλίξω σε φέτες λεμονιών με χοντρό αλάτι και θρούμπι από τον βοτανόκηπο του μαγαζιού για λίγες ώρες, και μετά να τα κάνω πλακί στον φούρνο. Θέλω να γεμίσω καλαμάρια με πεταλίδες και χαβαράκια ντόπια, μια στάλα ζακυνθινό λαδοτύρι, και σκόρδο, να τα ψήσω στα κάρβουνα, και να τους κάνω πλάι μια σάλτσα μυστικό. Θέλω να μην τελειώσει η ντόπια, κόκκινη γαρίδα, γιατί μελώνει στο σαγανάκι μου. Θέλω να αχνίσω χάβαρα με μπόλικο σκόρδο και ζακυνθινό, παστό χοιρομέρι, να δέσω τη γη με τη θάλασσα και να σε κάνω να αναστενάξεις. Κι άλλα θέλω. Μα δεν προκάμω να στα πω. Ήρθε η ώρα να ετοιμαστώ για το μαγαζί. Κι έχω να κάμω σήμερα το χουνκιάρ με τα καλαμαράκια. Και θέλει ώρα και προσοχή η μελιτζάνα στην φωτιά για να μου κάμει σωστό πουρέ.