*Του Αλέξανδρου Μίχα
Παραδοσιακά, η εξέταση της Έκθεσης στις Πανελλήνιες προσφέρει αφορμή για πολυεπίπεδους σχολιασμούς, κυρίως ως προς την ξύλινη γλώσσα και την έκφραση οπισθοδρομικών αντιλήψεων που συχνά εξωθούνται οι υποψήφιοι λόγω του θέματος. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχει επικριθεί το περιεχόμενο του κειμένου προς περίληψη, το οποίο αποτελεί και τη βάση του θέματος της έκθεσης.
Διαβάζοντας ότι «έπεσε» κείμενο του Δ.Ν. Μαρωνίτη, ομολογώ ότι εξεπλάγην θετικά: Ο εκλιπών φιλόλογος έχει αφήσει μια σπουδαία παρακαταθήκη ιδεών, αλλά και ρέουσας, ζωντανής και πλούσιας ελληνικής γλώσσας. Οι επιφυλλίδες του στο Κυριακάτικο Βήμα ήταν ένα εβδομαδιαίο μάθημα πολύτιμο∙ ειδικά, δε, μέχρι τον θάνατο του Μάριου Πλωρίτη το 2006, η «συγκατοίκησή» τους στην ίδια σελίδα αποτελούσε έναν ανεκτίμητο θησαυρό για τους αναγνώστες τους. Επιτέλους – σκέφτηκα – ένα κείμενο τολμηρό, που θα δώσει την ευκαιρία στους πραγματικά ικανούς μαθητές να ξεδιπλώσουν τους ορίζοντές τους.
Ώσπου… Ώσπου το μάτι μου έπεσε σε μια παραπομπή δίπλα στη λέξη «ενίοτε». Ανατρέχοντας στην παραπομπή διαπίστωσα αυτό που φοβόμουν, αλλά δεν τολμούσα να πιστέψω: Οι εξεταστές έκριναν σκόπιμο να επεξηγήσουν ότι «ενίοτε» σημαίνει «μερικές φορές». Κάπου εκεί η αισιοδοξία μου διακόπηκε απότομα.
Επειδή πολλές φορές η χρονική απόσταση από μια διαδικασία είναι κακός σύμβουλος, αναλογίστηκα αν η αντίδρασή μου είναι υπερβολική, αν με καταλαμβάνει μια υστερία ανάλογη με αυτή που προκάλεσε το μυθικό «αρωγή και ευδοκίμηση» που άκουγε (και κορόιδευε) η δική μου γενιά. Είναι μήπως παράλογο να αξιώνεις από νέους 17-18 ετών να γνωρίζουν τι σημαίνει ενίοτε; Και, για να το πάμε ένα βήμα παρακάτω, είναι τόσο αφόρητα άδικο να αξιώνεις όσοι δεν το γνωρίζουν να πορευτούν χωρίς δεκανίκι;
Προσωπικά νιώθω ότι το «ενίοτε» είναι μια λέξη που έχει ρόλο και θέση στην καθομιλουμένη∙ δεν είναι δηλαδή μια λέξη που έχει περιπέσει σε αχρησία, εξ ου και τη χρησιμοποιεί σε ένα σχετικά πρόσφατο κείμενό του ένας από τους επιφανέστερους δημοτικιστές όπως ο Δ.Ν. Μαρωνίτης. Δεν πρόκειται για λέξη σπάνια, ώστε να δικαιολογεί την επεξήγηση, για να την ταυτίσουμε με το «αρωγή και ευδοκίμηση».
Για χάρη του διαλόγου, ας δεχτούμε ότι δεν είναι δα και λέξη Δημοτικού. Είναι η γνώση της τόσο κομβική για την κατανόηση του κειμένου και τόσο αδύνατον να συναγάγει το νόημά της από την υπόλοιπη φράση ο εξεταζόμενος; Με όλον το σεβασμό προς τους εξεταστές, η απάντηση είναι ξεκάθαρα όχι. Έχουμε να κάνουμε με μια λέξη που δεν είναι τόσο εξεζητημένη ώστε να δίνει πλεονέκτημα σε εκείνον που κατ’ εξαίρεση τη γνωρίζει, αλλά που συνιστά ένα εύλογο και δίκαιο μειονέκτημα για εκείνον που παραδόξως την αγνοεί, ο οποίος, όμως, καλείται να ανταπεξέλθει σε μια δυσκολία που δεν είναι κατακριτέα και μπορεί να συμβεί στον οποιονδήποτε.
Δεν είναι, λοιπόν, το ζήτημά μας τόσο η λεξιπενία, όπως διερρήγνυαν τα ιμάτιά τους τότε οι υπέρμαχοι του «αρωγή και ευδοκίμηση» – η οποία είναι υπαρκτή∙ το μεγάλο πρόβλημα που οδηγεί στην ενθάρρυνση της ξύλινης γλώσσας είναι η εδραιωμένη πεποίθηση (και ενδεχομένως το γεγονός) ότι οι νέοι δεν μπορούν να σκεφτούν στη μητρική τους γλώσσα, είναι η αδυναμία τους να αντιλαμβάνονται τον λόγο (και τον λόγο τους) ως κάτι δυναμικό, που έχει βάθος, παράγει νόημα και ενεργοποιεί στο δέκτη μια διαδικασία αποκωδικοποίησης όχι μόνο της λέξης, αλλά της φράσης ως ενιαίο μήνυμα. Και αν βρισκόμαστε στο καλό σενάριο ότι πρόκειται ακόμα για πεποίθηση, η αναπαραγωγή της σύντομα θα μας οδηγήσει μαθηματικά σε γεγονός.
Θα αναρωτηθεί κάποιος εύλογα: Είναι τόσο κακή αυτή η εξέλιξη ή μήπως η γλώσσα προχωρά απλουστευόμενη; Την απάντηση τη δίνει πλέον εμφανώς η ίδια η πραγματικότητα: Έχουμε έναν πρωθυπουργό ο οποίος προβάλλει ως λαϊκότητα ότι αναμασά στραβά και αργά πενήντα, με το ζόρι εκατό λέξεις∙ ο δημόσιος διάλογος έχει εξελιχθεί σε παράλληλους μονολόγους που ο καθένας νιώθει ελεύθερος να αυθαιρετεί στο σημαινόμενο θεμελιωδών όρων, καταργώντας ουσιαστικά τον πυρήνα της επικοινωνίας. Και όλα αυτά επειδή το σχολείο, ο κατεξοχήν φορέας κοινωνικοποίησης και κοινωνικής προόδου, παράγει καταναλωτές μασημένης τροφής, βαθαίνοντας το κοινωνικό χάσμα και προσάπτοντας στη σωστή χρήση της γνώσης την κατηγορία του ελιτισμού.
Αυτοί που έκριναν ότι έπρεπε να εξηγήσουν το «ενίοτε» προσέφεραν τις χειρότερες υπηρεσίες στους εξεταζόμενους, εξισώνοντας τους διαβασμένους με τους πλημμελώς προετοιμασμένους. Παράλληλα, όμως, εξαιτίας ακριβώς του προκλητικά περιττού της ενέργειάς τους, μας δίνουν μια τελευταία ευκαιρία να προβληματιστούμε αν αξίζουμε καλύτερα από αυτό το κατάντημα. Αν με μόχθο διδασκόντων και διδασκομένων μπορούμε να πάμε μπροστά τη γλώσσα μας, όχι για να φτάσουμε όλοι στο επίπεδο του Δ.Ν. Μαρωνίτη∙ αλλά για να επαναφέρουμε μια αναγκαία συνθήκη συνεννόησης στην κοινωνία των πολιτών.
*Ο Αλέξανδρος Μίχας είναι Δικηγόρος, Υπεύθυνος Τύπου και Ενημέρωσης της ΟΝΝΕΔ