*Γράφει η Αργυρώ Κουτσού
Σάββατο, 9 Ιουνίου 2018
Στην πρώτη μου σεζόν, ήρθα αντιμέτωπη με το σώμα. Κι από τότε, συναντιόμαστε με άλλη βαθύτητα στη σχέση μας, κάθε καλοκαίρι. Πρέπει να καταλάβεις πως ως τότε, είχα περάσει χιλιάδες δωδεκάωρα καθισμένη σε ένα γραφείο. Λειτουργούσα, κυρίως από τη μέση και πάνω. Λειτουργούσα στο στομάχι μου, όταν αυτό χτυπούσε από το άγχος. Λειτουργούσα στην καρδιά μου, όταν εκείνη χτυπούσε έντονα από την ένταση. Λειτουργούσα στο κεφάλι μου προσπαθώντας να βρω τη λύση σε κρίσεις. Ήμουν με τρία τηλέφωνα και έναν μονίμως ανοιχτό υπολογιστή. Στον οποίο πάντα υπήρχε ένα ανοιχτό παράθυρο με συνταγές. Ή ιστορίες για φαγητό. Ή ψαχτήρι για πρώτες ύλες που μου ήταν άγνωστες και προσπαθούσα να καταλάβω. Όμως ολόκληρο το σώμα μου δεν ήταν εκεί. Τα πόδια έμεναν ακίνητα μέσα στα ψηλά τακούνια μου. Τα χέρια ήταν εκεί για να κρατούν ένα τηλέφωνο στο ένα, ένα τσιγάρο σαν άσβηστο στο άλλο, για να πληκτρολογούν, να στριφογυρίζουν μία τούφα μαλλιά στην προσπάθεια να σκεφτώ κάτι, να υπογράφουν έγγραφα και να χτυπούν με νεύρο πάνω στο γραφείο.
Όταν μπήκα στο εστιατόριο την πρώτη μέρα για να οργανώσω την κουζίνα, έφυγα μετά από δέκα ώρες δουλειάς. Καθάρισα μόνη μου, γιατί έτσι ήθελα, τακτοποίησα τα πράγματα μου, παρέλαβα τα πρώτα μου ψώνια, τα έβαλα στη θέση τους, και αυτό μου πήρε ώρες πολλές, γιατί έβαζα και ξανάβαζα τα πράγματα σε άλλες θέσεις, μέχρι να καταλήξω στις τελικές. Καρφί στη θάλασσα πήγα, μετά. Πονούσαν τα πόδια μου. Με ενοχλούσε λίγο η μέση μου. Και η θάλασσα είναι πάντα το φάρμακο μου. Θέλω να πω, αν η πρόταση μου είχε γίνει από εστιατόριο που δεν ήταν σε νησί, θα το είχα σκεφθεί πιο πολύ. Αλλά ήταν και μια λαχτάρα μου να ζήσω ένα ολόκληρο καλοκαίρι και κάμποσο φθινόπωρο σε νησί, γιατί η θάλασσα είναι η ανάσα μου.
Την επόμενη μέρα, που πήγα να ξεκινήσω προετοιμασία, έκατσα πάλι ένα ολόκληρο δωδεκάωρο. Όμως είχα την ευκαιρία να σταματώ, να κάνω δύο απανωτά τσιγάρα, να πίνω έναν ακόμη καφέ, να ξεκουράζομαι, και ξανά όρθια στις κατσαρόλες, στα μίξερ, στα ταψιά. Την δεύτερη μέρα προετοιμασίας, μία πριν ανοίξουμε, πονούσε όλο μου το σώμα. Σκεφθόμουν πως φταίει που είμαι άμαθη και πως όταν θα ανοίξουμε και θα έχω το πρωί στη διάθεση μου, θα είμαι μια χαρά. Θα καλοκοιμάμαι, θα κάνω το μπάνιο μου στη θάλασσα, και μετά θα δουλεύω το οκταωράκι μου και σιγά σιγά θα δέσει το σώμα. Δεν ήξερα τι με περιμένει.
Το σώμα μου τρελάθηκε με την καθημερινή ορθοστασία. Πρώτη φορά κατάλαβα τι σημαίνει να το κατοικείς ολόκληρο. Να χρειάζεσαι τον κάθε μυ, να ευγνωμονείς την δύναμη και την αντοχή του, να πονάς σε σημεία που δεν ήξερες πως μπορεί να ακουμπήσει πόνος, να πιάνεις παράξενα εξογκώματα στα μπράτσα και να τρομάζεις μέχρι να καταλάβεις πως είναι τρικέφαλοι που γέμισαν από τα βάρη και τα ανακατέματα κι έτσι έκαναν την εμφάνιση τους. Κι εγώ το φρόντιζα με ωραία μπάνια στη θάλασσα, τρίψιμο με την τρίχινη βούρτσα μου κάθε βράδυ, κρέμες και λάδια πριν κοιμηθώ.
Θα σου πω αυτό, και θα καταλάβεις. Όλη μου τη ζωή παλεύω με το επιπλέον βάρος μου. Έχω χάσει και πάρει και χάσει και πάρει κάμποσα κιλά. Είτε τα παίρνω, είτε τα χάνω, πριν τα δω στη ζυγαριά, τα βλέπω στο πρόσωπο μου. Εκείνο το πρώτο καλοκαίρι, είχα ράψει ρούχα που ήξερα πως θα ήταν βολικά για τη δουλειά, αλλά και κομψά να τα φορώ, γιατί είμαι και λίγο κοκέτα. Βαμβακερά όλα, για τη ζέστη, και άνετα. Δεν είχα πλυντήριο στο σπίτι κι έτσι τα έπλενα στο χέρι. Ναι. Λεκάνη, μούλιασμα απο βραδυς με Ava πάνω στις λαδιές και μπόλικο Tide, και την άλλη μέρα τρίψιμο, ξέβγαλμα και άπλωμα. Ευτυχώς, η καλή μου σπιτονοικοκυρά μου έπαιρνε σεντόνια και πετσέτες, και τα έπλενε εκείνη στο πλυντήριο της. Οπότε είχα μόνο να πλένω τα ρούχα μου και τις ποδιές.
Το μαγαζί είχε ανοίξει 1η Ιουνίου, με καινούργιο φεγγάρι, που είχα θεωρήσει μεγάλο γούρι. Εκεί γύρω στα μέσα του Ιούλη, είχα χαλάσει σχεδόν όλα μου τα ρούχα. Τα είχα ξεχειλώσει από τα τριψίματα. Τα φορούσα και κάπως κρέμονταν. Πάω, λοιπόν, πριν το μαγαζί, στο φαρμακείο να αγοράσω παυσίπονα για την περίοδο, αντικουνουπική κρέμα και ασετόν. Βλέπω τη ζυγαριά και μετά από μια δεύτερη σκέψη μπα και συγχιστώ, ανεβαίνω. Η ζυγαριά ήταν ηλεκτρονική. Ένα δεκαδικό. Από την Αθήνα είχα φύγει 89 κιλά. Ακριβώς. Χωρίς δεκαδικό. Η ζυγαριά του φαρμακείου στην Παροικιά έδειχνε 80.5. «Πάει καλά η ζυγαριά σας;» ρωτώ την φαρμακοποιό. «Είναι ακριβείας» μου απαντά. Είχα χάσει 8,5 κιλά, σε έξι εβδομάδες, τρώγοντας κάθε βράδυ ένα τεράστιο βραδυνό και απαραιτήτως ένα ολόκληρο μισόλιτρο Ben & Jerry’s Chocolate Fudge Brownies. Για αυτό μου έπεφταν τα ρούχα. Και δεν το είχα καταλάβει. ΔΕΝ ΤΟ ΕΙΧΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ.
Το σώμα όμως ήξερε κι έκανε τη δουλειά του. Ήξερε πως πρέπει να κρατήσει, γιατί αυτή ήταν η επιθυμία της καρδιάς. Η καρδιά ήθελε να βγάλει τη σεζόν. Ήθελε να μάθει. Ήθελε να μαγειρεύει. Ήθελε να ταϊζει κόσμο. Ήθελε να δώσει. Και το σώμα άκουσε. Και στάθηκε πλάι της. Και μέχρι τον Σεπτέμβρη, πέταξε από πάνω του 16 κιλά, μόνο από την σκληρή δουλειά. Κι εγώ έμαθα. Έμαθα να προβλέπω μερίδες, έμαθα να στηρίζομαι στην προετοιμασία, έμαθα να παραγγέλνω όσα χρειάζομαι, έμαθα να διαχειρίζομαι τα κομπλιμέντα των πελατών μας, έμαθα να κυνηγώ τους προμηθευτές όταν μου έκαναν τσίνιες, έμαθα να ευγνωμονώ το σώμα που κακοποιούσα, κάπως, ως τότε, έμαθα να το κατοικώ και να το γνωρίζω ολόκληρο, και μέσα από το σώμα μου, έμαθα κάμποσες από τις δυνάμεις μου. Έμαθα πως μπορώ να αγαπήσω πέρα από την μορφή. Αγάπησα τα πόδια μου που κακολογούσα για το σχήμα τους, κι έμαθα να τα φροντίζω γιατί με στήριζαν. Αγάπησα τη μέση μου, όταν με άφησε στις αρχές Αυγούστου και κατάλαβα πως κακώς την είχα δεδομένη. Το σώμα με έμαθε πως δεν εννοείται η αγάπη και φθάνει. Χρειάζεται φροντίδα και συνειδητή παρουσία για να κρατήσει. Σε κάθε σχέση. Ξεκινώντας από την πρωταρχική σχέση. Εκείνη με το σώμα. Γιατί χωρίς σώμα, δεν είμαι. Δεν είσαι.