today-is-a-good-day
17.1 C
Athens

Σεζόν: Το ημερολόγιο μιας μαγείρισσας (Ο κιμάς)

Γράφει η Αργυρώ Κουτσού

Ο Νίκος ήταν ο ένας από τους δύο συνεταίρους στο πρώτο μαγαζί που δούλεψα. Στην Παροικιά, της Πάρου. Το καλοκαίρι του 2012. Όταν μου έδωσε να υπογράψω το χαρτί πρόσληψης μου, το οποίο  είχε ως ειδικότητα «Μαγείρισσα Α’», εγώ του ζήτησα να κρατήσω μια φωτοτυπία.  Δεν τσίριξα, οπως ήθελα να κάνω, από ενήλικη τάχα μου σοβαρότητα. Όμως σκέψου το. «Μαγείρισσα Α’». Ήταν η πρώτη μου αληθινά μαγειρική δουλειά. Δύο άνθρωποι,  με ένα καινούργιο εστιατόριο,  με είχαν εμπιστευτεί και μου έδωσαν τα γκάζια του. Είχα χαρά, περηφάνεια, και ταυτόχρονα, έκλανα μέντες. Εκείνου όμως στράβωσε το πρόσωπο του. Σημασία δεν είχα δώσει εγώ στα τυπικά που έγραφε. Δηλαδή οκτάωρη εργασία, 6 μέρες την εβδομάδα, μία μέρα ρεπό, και το μίνιμουμ νόμιμο που έπρεπε ως μισθό. Τα είχαμε συμφωνήσει. Θα έπαιρνα την διαφορά μαύρα, θα δούλευα 150 συνεχόμενες μέρες, 8ωρα στην αρχή, 10ωρα ή 12ωρα όσο φόρτωνε η σεζόν, ανάλογα με το τι χρειαζόταν. «Αυτό σημαίνει σεζόν. Θα την βγάλεις; Γιατί και τα χρονάκια σου, και τα κιλάκια σου έχεις» μου είχε πει. Κι εγώ πείσμωσα. Και για τα 42 χρονάκια μου, που τα είχα ρουφήξει ένα – ένα, και τα θυμόμουν από την κοιλιά της μάνας μου, αλλά και για τα 89 κιλάκια μου, που τα είχα μαζέψει σε πόνους και χαρές. «Αν δεν την βγάλω, θα σημαίνει πως εγώ δεν τα κατάφερα, και πως εσύ επέλεξες λάθος άνθρωπο. Κανέναν από τους δυο μας δεν συμφέρει αυτό» του είχα απαντήσει. Και είχε κλείσει εκείνη η κουβέντα.

Που του ζήτησα φωτοτυπία της πρόσληψης, όμως τον έβαλε σε σκέψεις. Εγώ ήθελα μόνο να έχω την επισημη καταγραφή του νέου επαγγέλματος μου. Λες και ήταν ένα χαρτί στο οποίο δεν είχα πρόσβαση, αν το χρειαζόμουν για να τον βάλω απέναντι. Γιατί τέτοιος ήταν ο Ν. Έβαζε τους ανθρώπους απέναντι. Ή εσύ, ή εγώ. Με το «εμείς» είχε μεγάλη δυσκολία.

Για να καταλάβεις με τι μπορεί να έχεις να κάνεις σε μία καλοκαιρινή δουλειά, σε τόπο μαζικού τουρισμού, θα σου πω μια ιστορία από το πρώτο μου καλοκαίρι στην Πάρο.

Κάνα μήνα αφού είχαμε ξεκινήσει, κι είχαμε αρχίσει να έχουμε πολύ κόσμο, γιατί μας έμαθαν και οι φήμες πως είχαμε καλό φαγητό είχαν κυκλοφορήσει, πάω στο μαγαζί και βρίσκω τον Νίκο και δέκα κιλά κατεψυγμένου κιμά.

Συνήθως αγοράζαμε 3. Ογδόντα τοις εκατό μοσχάρι, είκοσι χοιρινό.  Φρέσκο. Εγώ πήγαινα στον χασάπη λίγο πιο κάτω στο σοκάκι. Την αγαπούσα πολύ αυτήν τη διαδικασία.  Περπατούσα λίγες δεκάδες μέτρα παρακάτω, έμπαινα στον χασάπη, πείραζα το δεκάχρονο παιδί του, διάλεγα τα κομμάτια μου, λέγαμε τα της γειτονιάς ενώ μου τον έκοβε, τον έπαιρνα και γύριζα στο μαγαζί. Όπως κάνω όταν αγοράζω κιμά από τον χασάπη για το σπίτι μου. Γιατί αυτό έκανα. Την κάθε κουζίνα την ένοιωσα σπίτι μου. Αλλιώς, δεν είχα λόγω να της μαγειρεύω. Με βλέπει λοιπόν, που ετοιμάζομαι για τον χασάπη, και μου λέει «Έφερα εγώ κιμά. Δέκα κιλά. Κατεψυγμένο.» «Δεν μπορώ να καταλάβω τι νομίζεις  πως θα κάνω εγώ με αυτόν τον κιμά» είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα. «Θα τον πλάσεις μπιφτέκια, και θα τα βάλεις στην κατάψυξη. «Δεν θα το κάνω αυτό» του απάντησα. «Δεν καταψύχω αποψυγμένο κρέας.» «Αν δεν τα πλάσεις εσύ τα μπιφτέκια, θα τα πλάσει ο βοηθός. Άλλος κιμάς δεν μπαίνει στο μαγαζί, μέχρι να τελειώσει αυτός. Μου βγαίνει ακριβό το κοστολόγιο στο μπιφτέκι έτσι όπως το κάνεις.» μου είπε. «Μα ρε συ! Τι μου λες τώρα;! Μαζί τα συμφωνήσαμε. Μάλιστα είχες πει…» του είπα φανερά θυμωμενη. «Ώπα! Εϊχα πει;» με κόβει, χαμογελώντας σαρδόνια.  «Έχω ξεχάσει να σου πω. Εγώ είμαι ο είπας ξείπας. Έτσι έχουν τα πράγματα. Να το βάλεις στο μυαλό σου. Αλλιώς δεν θα έχεις καλό καλοκαίρι.»  Ήθελα να τον χαστουκισω, ήθελα να τον βρίσω, ήθελα να βάλω τα κλάματα, και ήθελα να σηκωθώ να φύγω. Τίποτα δεν έκανα. Έμεινα παγωμένη για λίγο, του απάντησα «Είναι καλό που το ξέρω τώρα.» κι επέστρεψα στην κουζίνα. Συνέχισα την προετοιμασία μου σαν ρομπότ. Δεν ένοιωθα τι έπιανα. Αν ήταν κρέας ή ψάρι ή λαχανικό. Ή χαρτί. Ή χώμα. Χώμα ήτανε. Τον είχα σκοτώσει, τον είχα κόψει φέτες με τα καλοακονισμένα μου μαχαίρια, τον είχα φορτώσει στο αυτοκίνητο, είχα οδηγήσει αρκετά, κι εκείνη τη στιγμή, έσκαβα με τα χέρια μου το χώμα για να τον παραχώσω. Αυτό φαντασιώθηκα για λίγα λεπτά. Κι επειδή έσκαγα κι ήθελα αέρα, πήρα το πορτοφόλι μου, και βγήκα στη σάλα που ήταν όλοι μαζεμένοι. «Η σειρά μου να πάω για  τσιγάρα» τους είπα βγαίνοντας. «Καιρός ήταν» απάντησε ο Δημήτης, ο σερβιτόρος που εκείνη την ώρα έφτιαχνε την κάβα για τον βραδυνό. Βγήκα στο σοκάκι και περπάτησα πολύ γρήγορα. Ξανάπαιζα στο μυαλό μου ταινία το τι είχε συμβεί.

Γύρισα με τα τσιγάρα όλων. Πήγα στον Νίκο και του ανακοίνωσα πως δεν θα εκτελέσω παραγγελίες με αυτά τα μπιφτέκια. Δεν μου απάντησε. Εκείνο το βράδυ, και για τις επόμενες τρεις μέρες, γινόταν το εξής. Έφερνε τις παραγγελίες, μου τις άφηνε στο μανταλάκι, και σε καμμία δεν υπήρχε γραμμένο μπιφτέκι. Όταν το έπαιρνε, έλεγε στον βοηθό «Χρηστο, βάλε πάνω ένα μπιφτέκι» και τελείωνε η ιστορία.

Τον ύπνο μου είχα χάσει. Δε μου έφτανε που δεν έφευγαν από το χέρι μου αυτά τα μπιφτέκια. Δεν ανεχόμουν να βγαίνουν σε πιάτο από την δικιά μου κουζίνα, ακόμα κι αν τα έκανε ο βοηθός. Μέχρι που μια μέρα η λύση ήρθε μόνη της. Ο Ντίνος είχε ένα πεντάχρονο αγοράκι. Ερχόταν που και που τα μεσημέρια, και μου ζητούσε να του κάνω κάτι να φάει. Έρχεται, που λες, το πιτσιρίκι, και μου ζητά να φάει μπιφτέκι με χαμόγελο. Όταν του έκανα μπιφτέκια, στο παρελθόν, του ζωγράφιζα με σάλτσα στο πιάτο προσωπάκια, ή του έκοβα ντομάτες και αγγούρια σε καρδούλες και χαμόγελα. Πάω κι εγώ στα καταραμένα μπιφτέκια, παίρνω ένα, και το βάζω πάνω στην πλάκα να ψηθεί. Του φτιάχνω ένα ζωγραφιστό πιάτο, του βάζω το μπριφτέκι,  και αντί να φωνάξω τον σερβιτόρο να του το πάει, παίρνω ψωμί και μαχαιροπίρουνα, και του το πάω εγώ.

Το βλέπει ο Νίκος και αλλάζει η μούρη του. «Τι είναι αυτό;» μου λέει έξαλλος. «Μου ζήτησε ο μικρός μπιφτέκι.» απαντώ ατάραχη. «Κι έκανες τέτοιο μπιφτέκι στο παιδί μου;» μου λέει έτοιμος να με αρπάξει. «Έχω δει που στο φτιάχνει ο Χρήστος σε παραγγελίες για άλλα παιδιά» του απαντώ με το ίδιο ατάραχο ύφος. Κι ας έβραζα μέσα μου. «Φαντάστηκα πως  για να το σερβίρεις στο μαγαζί σου στα παιδιά των υπολοίπων, θα μπορεί να το φάει και το δικό σου παιδί». Δεν μίλησε. Δεν μίλησα. Μπήκα μέσα στην κουζίνα και συνέχισα με τις κατσαρόλες μου.

Το βράδυ, δεν πρόσεξα ούτε μία παραγγελία για μπιφτέκια. Μου έκανε κάπως εντύπωση, όμως  είχε τόση δουλειά, που δεν έδωσα δεύτερη σκέψη. Την άλλη μέρα, όταν πήγα στο μαγαζί, η Νόρα, η κοπέλα που είχαμε στην λάντζα, μου λέει «Αργυρώ, ήρθε ο κυρ Γιώργος ο χασάπης κι άφησε μια σακούλα για σένα. Την έχω στο πίσω ψυγείο».  «Μα δεν έχω παραγγείλει κάτι» της απάντησα. «Τι να σου πω» λέει εκείνη, κι επιστρέφει στην λάντζα της.

Πάω στο ψυγείο, ανοίγω  τη σακούλα, και βλέπω τα τρία κιλά κιμά μου. Ογδόντα τοις εκατό μοσχάρι, και είκοσι χοιρινό. Έτσι όπως τον ήθελα. Έτσι όπως έπρεπε.  Δεν μιλήσαμε ποτέ για αυτό με τον Νίκο. Εγώ, από την επόμενη μέρα, ξανάκανα την βόλτα μου μέχρι τον χασάπη, πείραζα το παιδί του που πάντα φορούσε μια φανέλα του Ολυμπιακού – είμαι βαμμένη Παναθηναϊκός να ξέρεις – λέγαμε τα κουτσομπολιά της γειτονιάς όση ώρα μου τον έκοβε, και γυρνούσα στο μαγαζί να πλάσω τα μπιφτέκια μου. Με πλιγούρι μουσκεμένο σε γάλα και νερό, δυόσμο και μαντζουράνα, μια στάλα ξύδι, και το μπόλικο κρεμμύδι καλοτσιγαρισμένο σε βούτυρο, όχι ωμό.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ