Το γλωσσάρι του ThePresident
*Της Σοφίας Μουρούτη Γεωργάνα
29 Μαΐου σήμερα, επέτειος της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς Τούρκους κι εμείς θα αναφερθούμε στην Άλωση με Α κεφαλαίο, σε αλώσεις με α μικρό και σε πολλά άλλα σχετικά.
Η ἅλωσις, τῆς ἁλώσεως είναι η κυρίευση, η κατάληψη. Την πρωτοσυναντάμε ως λέξη στον Πίνδαρο, το χορικό ποιητή του 6ου αιώνα π.Χ., καθώς και λίγο μετά στον τραγικό Αισχύλο. Ἅλωσις δαΐων (Ἀγαμέμνων, στ. 589) για τους αρχαίους μας ήταν η κατάληψη μιας πόλης από τους εχθρούς. Είχαμε, όμως, και λιγότερο επώδυνες αλώσεις όπως ἅλωσιν ἰχθύων, το ψάρεμα με άλλα λόγια, ή ἅλωσιν, ως δικανικό όρο, την καταδίκη.
Ο λεκτικός μας τύπος βγαίνει από το ρήμα ἁλίσκομαι (= συλλαμβάνομαι, κυριεύομαι) που ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή ρίζα (s) wel-. Συνεπώς, είναι συγγενής με το λατινικό τραύμα vulnus, τον ευάλωτο, που κυριεύεται, αλίσκεται ή πληγώνεται εύκολα, όπως ο λατινικός vulnerabilis. Άλλες λέξεις στην ίδια ομάδα είναι η ουλή, το σημάδι από έναν τραυματισμό, ο αλωτός, η ανάλωση, ο αναλώσιμος κ.ά.
Τι είδους νεοελληνικές αλώσεις με α μικρό έχουμε; Πρώτη και καλύτερη την άλωση της εξουσίας από τους κατά καιρούς πολιτικούς, την άλωση της Οικονομίας από κερδοφόρες επιχειρήσεις, την άλωση της συνείδησης από την καταπάτηση κάθε έννοιας ηθικής, την άλωση της καρδιάς από τον έρωτα.
Και αφού μιλάμε για άλωση, μια που το απαιτεί η ημέρα, θα πούμε και δυο λόγια για τα γεγονότα που οδήγησαν στην Άλωση της Πόλης, εκείνη την Τρίτη, 29 Μαΐου του 1453.
Η Κωνσταντινούπολη ψυχορραγούσε από πολύ παλιότερα. Ήδη από το 1261, όταν ο Μιχαήλ Παλαιολόγος την ανέκτησε από τους Λατίνους, ο βυζαντινός κόσμος κάνει μια δραματική προσπάθεια να κρατηθεί στη ζωή. Στα Βαλκάνια και στην Ασία, στο μεταξύ, διαδραματίζονται πολύ σημαντικά γεγονότα, στα οποία το βυζαντινό κράτος δεν πρωταγωνιστεί πλέον. Στα Βαλκάνια οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι με το Στέφανο Ντουσάν οργανώνονται σε νέους κρατικούς μηχανισμούς, ενώ στην Ασία εμφανίζονται και εξαπλώνονται πολύ γρήγορα οι Οθωμανοί Τούρκοι.
Ο έλεγχος του εμπορίου με την Ανατολή βρίσκεται σταθερά στα χέρια των ιταλικών πόλεων, ενώ οι φτωχοί καλλιεργητές, που αποτελούσαν τις μεγάλες ομάδες του πληθυσμού της βυζαντινής αυτοκρατορίας, δεν αντέχουν τη βαριά φορολογία και είτε υποτάσσονται στους Οθωμανούς είτε εξαθλιωμένοι και πεινασμένοι συγκεντρώνονται στις πόλεις, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή.
Σε αυτές τις κρίσιμες εποχές δεν λείπουν και οι δυνατοί, οι πλούσιοι γαιοκτήμονες της αυτοκρατορίας, οι οποίοι επωφελούνται από την κρίση και συσσωρεύουν τεράστιες περιουσίες.
Το 13ο αιώνα το Βυζάντιο είναι κατ’ όνομα Αυτοκρατορία. Έχει χάσει τον έλεγχο της Μ. Ασίας, ενώ οι Οθωμανοί με αρχηγό τον Οσμάν κυριεύουν την Προύσα και φτιάχνουν το σουλτανάτο της Προύσας το 1326, που ονομάστηκε Οθωμανικό κράτος ή κράτος των Οσμανιδών. Το Οθωμανικό κράτος οργανώνει το παιδομάζωμα, την στρατολογία των χριστιανοπαίδων που θα πάρει τέτοιες διαστάσεις, ώστε ο Ελληνισμός να θρηνήσει αμέτρητα θύματα.
Παράλληλα, η διαμάχη μεταξύ Καντακουζηνών και Παλαιολόγων για τη διαδοχή θα ανοίξει το δρόμο στους Τούρκους να περάσουν στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός που διεκδικούσε το θρόνο από το νόμιμο βυζαντινό Αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο κάλεσε τους Οθωμανούς για βοήθεια. Έτσι οι Τούρκοι με τις ευλογίες των Βυζαντινών μπήκαν στη Θράκη. Το 1354 πήραν την Καλλίπολη, μετά το Διδυμότειχο, το 1362 την Αδριανούπολη, το 1389 νίκησαν στο Κοσσυφοπέδιο και το 1362 στη Νικόπολη της Βουλγαρίας και έθεσαν στην εξουσία τους τα Βαλκάνια. Ο νικητής μάλιστα της Νικόπολης, σουλτάνος Βαγιαζήτ, είχε ήδη αρχίσει να πολιορκεί την Κωνσταντινούπολη.
Άρα η πολιορκία της Πόλης έχει ξεκινήσει σχεδόν εκατό χρόνια πριν την ολοκληρωτική, την τελική πτώση της.
Το 1391 ο τραγικός αυτοκράτορας Μανουήλ Παλαιολόγος αναλαμβάνει την εξουσία μιας κατ’ επίφασιν αυτοκρατορίας. Οι ακτές του Βοσπόρου είναι τουρκικές, η Πόλη πολιορκημένη, ο πληθυσμός της φτωχός, εξαθλιωμένος, γκρεμίζει τα ερειπωμένα σπίτια, για να βρει ξύλα, για να ζεσταθεί. Ο Μανουήλ ταξιδεύει στη Δύση για βοήθεια. Ο Στήβεν Ράνσιμαν στο βιβλίο του «Η άλωση της Κωνσταντινούπολεως» (έκδ. Μπεργαδή, Αθήνα 1972) γράφει χαρακτηριστικά: Την ημέρα των Χριστουγέννων του έτους 1400 ο βασιλιάς Ερρίκος Δ’ της Αγγλίας έδωσε ένα συμπόσιο στο ανάκτορό του, τού Έλθαμ. Ο σκοπός του δεν ήταν μόνο να γιορτάσει την αγία επέτειο. Ήθελε επίσης να τιμήσει και ένα διακεκριμένο ξένο. Αυτός ήταν ο Μανουήλ Β’ ο Παλαιολόγος, αυτοκράτορας των Ελλήνων, όπως τον αποκαλούσαν οι περισσότεροι δυτικοί, αν και μερικοί θυμόντουσαν ότι ήταν ο πραγματικός αυτοκράτορας των Ρωμαίων. ….
Στην Αγγλία έκανε σε όλους εντύπωση η αξιοπρέπεια της στάσης του και οι άσπιλες λευκές ενδυμασίες που φορούσαν αυτός και η ακολουθία του. Αλλά παρ’ όλους τους υψηλούς τίτλους του, οι οικοδεσπότες του τον λυπήθηκαν· γιατί είχε έλθει ως ικέτης, σε μια απεγνωσμένη αναζήτηση βοήθειας εναντίον του απίστου που καταπατούσε την αυτοκρατορία του.».
Μια απρόσμενη ελπίδα έρχεται από την Ανατολή, την κρίσιμη ώρα. Οι ορδές των Μογγόλων του Ταμερλάνου στην Άγκυρα νικούν τους Τούρκους του Βαγιαζήτ το 1402, αιχμαλωτίζουν τον σουλτάνο και χαρίζουν πενήντα ακόμη χρόνια ζωής στο Βυζάντιο. Όταν μιλάμε για Βυζάντιο εκείνα τα χρόνια εννοούμε την Πόλη και τις κοντινές περιοχές της.
Μετά τον Μανουήλ, ο γιος του Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος προσβλέποντας σε μια βοήθεια από τη Δύση αποφάσισε να προχωρήσει στην ένωση των Εκκλησιών. Ο λαός είχε χωριστεί σε Ενωτικούς και Ανθενωτικούς, οι οποίοι μαλώνουν μεταξύ τους αυτές τις κρίσιμες ώρες.
Η ένωση επιβάλλεται, ενώ ο σουλτάνος Μουράτ ο Β’ συνεχίζει την προέλασή του στα Βαλκάνια (νίκη στη Βάρνα 1444).
Το 1448 ο Ιωάννης ο Η’ πεθαίνει και αναλαμβάνει ο αδελφός του, ο Κωνσταντίνος ΙΑ’, τελευταίος Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Απέναντί του έχει τον Μωάμεθ τον Β’, που τις πρώτες μέρες του Απριλίου του 1453 έρχεται με ένα μεγάλο αριθμό στρατευμάτων και στήνει τη σκηνή του μπροστά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Οι υπερασπιστές της Πόλης είναι περίπου 8.000 Έλληνες και 3.000 μισθοφόροι. Όλοι αυτοί με ηρωισμό και αυταπάρνηση υπερασπίζονται την Κωνσταντινούπολη.
Στις 29 Μαΐου από τα χαράματα άρχισε η μεγάλη έφοδος των Τούρκων. Οι αμυνόμενοι κρατούσαν τις θέσεις τους μέχρι που ο Γενοβέζος φρούραρχος Ιουστινιάνης τραυματίστηκε και οι μισθοφόροι υποχώρησαν στο μέσο τείχος. Η σύγχυση που δημιουργήθηκε άφησε ακάλυπτες τις θέσεις τους στο μπροστινό μέρος του τείχους. Ο εχθρός είχε ήδη εισβάλει. Παράλληλα από μια μικρή πύλη, την Κερκόπορτα, είχαν εισέλθει άλλοι Τούρκοι που βρέθηκαν πίσω από τις θέσεις των υπερασπιστών. Η άμυνα είχε, δυστυχώς, σπάσει. Ἡ Πόλις ἑάλω.
Στις 29 Μαΐου θυμόμαστε την Πόλη που έπεσε. Ξεχνάμε, όμως, ότι τα τελευταία χρόνια, που ήταν ουσιαστικά χρόνια πολιτικής παρακμής και εδαφικής συρρίκνωσης για την αυτοκρατορία, εκείνη γνώρισε μια μεγάλη ανάπτυξη στα γράμματα και στις τέχνες. Η Μονή της Χώρας με τις υπέροχες τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά, οι τοιχογραφίες του Μιστρά, η διακόσμηση ορισμένων ναών της Θεσσαλονίκης, η αγιογράφηση ναών στη Βέρροια, το Πρωτάτο στο Άγιον Όρος με τη σφραγίδα του Μανουήλ Πανσέληνου, η πνευματική προσφορά του Γεωργίου Γεμιστού ή Πλήθωνος στο Μιστρά αποτυπώνουν την αγάπη για το σπουδαίο, το μεγάλο, το ωραίο και μια υψηλής ποιότητας αισθητική.
Η Αυτοκρατορία ψυχορραγούσε, αλλά δημιουργούσε. Αιωνία της η μνήμη!