Του Γιάννη Τριανταφύλλου
Η υπόθεση Μουτάρη αποτέλεσε την πλέον πρόσφατη αφορμή. Αφού αντίστοιχα κρούσματα έχουν εκδηλωθεί και Στο παρελθόν, με λιγότερο ίσως θόρυβο και προβολή. Η επίθεση ασφαλώς και είναι καταδικαστέα ( οτιδήποτε άλλο δεν εντάσσεται στη σφαίρα του ορθού λόγου και στο πλαίσιο μιας πολιτισμένης συζητησης ), πλην όμως χρηιμοποιήθηκε και σαν πολιτικό επιχείρημα για την εκλογή-επιλογή των πολιτικών αρχόντων.
Το επιχείρημα που κυριάρχησε σε πληθώρα συζητήσεων ήταν: τι προτιμάτε; Τον Μπουτάρη με τις, ας τις πούμε κατ’ευφημισμόν, ιδΙορρυθμίες του ή τον προηγούμενο της αντίπαλης παράταξης που καταδικάστηκε για διαφθορά;
Πρόκειται σαφέστατα περί ψευτοδιλήμματος, περί εμφανέστατης σοφιστείας. Είναι προφανές ότι ένας διεφθαρμένος πολιτικος άρχοντας δεν μπορεί να είναι προτιμητέος από κανέναν.Για πρακτικούς αλλά κυρίως για ηθικούς λόγους. Αλλά από κει και πέρα: η εναλλακτική είναι ένα και μόνο πρόσωπο, ανεξαρτήτως της όποιας επάρκειας ή ανεπάρκειας επιδεικνύει ως προσωπικότητα κατάλληλη για τη θέση αυτή; Αλλη λύση δεν υπάρχει; Αλλος υποψήφιος; Όλα βάσει του ποιός είναι “δικό μας¨και ποιός όχι; Αν δηλαδή κάποιος μη αρχικά δημοφιλής εμφανίσει στην πολιτική του εκστρατεία ένα πρόσωπο γοητευτικό και πειστικό για τις ανάγκες και τις ευθύνες του δικαιώματος που διεκδικεί, αυτός δεν πρέπει να έχει καμία τύχη;
Αδόκιμη ελαφρώς η σύγκριση αλλά και ο Μακρόν, κατά τη διεκδίκηση της γαλλικής προεδρίας, ξεκίνησε με πολύ μικρά ποσοστά. Ουδείς του έδινε τύχη. Να όμως που με μια σειρά εύστοχων πολιτικών κινήσεων αλλά και προσωπικού μαγνητισμού, κατόρθωσε το φαινομενικά ακατόρθωτο, να γίνει Πρόεδρος της Γαλλίας. Προφανώς και θεωρήθηκε πιο άξιος από τους αντιπάλους του, παρά τη μικρή του ηλικία, παρά, παρά, παρά….Φυσικά μόνον ο χρόνος, ο υπέρτερος όλων κριτής, είναι εκείνος που θα δείξει πόσο η συγκεκριμένη επιλογή ήταν τελικά επιτυχημένη.
Και για να επιστρέψουμε στα καθ’ημάς και στο φαινομενικά ιδεατό: η επιλογή του δημάρχου της Θεσσαλονίκης, με όλη την κομβική σημασία που η πόλη διαθέτει, οφείλει να περιορίζεται μεταξύ ενός υπέργηρου που πετά πού και πού νεανίζουσες ατάκες και ενός άλλου, ίσως όχι ιδιαίτερα κατάλληλου; Επίσης, με την επίκληση του προαναφερόμενου ψευτοδιλήμματος, ο υπέργηρος νεανίζων έχει το ακαταλόγιστο να πετά ότι εντυπωσιακό πλην ανούσιο και συχνά προσβλητικό τού έρχεται στο κεφάλι; Κριτική δεν οφείλει να γίνειται; Η κριτική συνιστά και αυτόματο χαρακτηρισμό του κρίνοντος ως φασίστα ή ως οπαδού του όποιου διεφθαρμένου προκατόχου; Δίλημμα αποστομωτικό και εν τέλει αποτρεπτικό της όποιας λογικής, ψύχραιμης και στοχεύουσας στο καλό των ψηφοφόρων συζήτησης.
Η εκλογή των αυτοδιοικητικών αρχόντων σπανίως γίνεται με αυστηρά αξιοκρατικά κριτήρια ( όπως άλλωστε και των βουλευτών ), Κυριαρχεί η κομματική ταυτότητα και ένα γενικότερο, επιπόλαια ασαφές και δεν γνωρίζω από ποιούς γκουρού υποδεικνυόμενο, κλίμα Σόρι αλλά έτσι δεν βάφοντα αυγά. Εάν τα κόμματα επιζητούν άξιους υποψηφίους η επιλογή τους οφείλει να γίνεται με προσοχή…εντομολόγου και υπεράνω προσωπικών συμπαθειών ή αντιπαθειών. Μόνον με αυτόν τον τρόπο δύναται να προκύπτει ο άριστος υποψήφιος.
Θα αναρωτηθείτε, βεβαίως,”ποιός άριστος”; Κυβερνητικά χείλη της παρούσης κυβέρνησης έχουν απαξιώσει την αριστεία, ως έννοια, επιχειρώντας να “τα μπαλώσουν μετά”. Αλλωστε εδώ και μια τριακονταετία, αυτό που έχει κυριαρχήσει στην ελληνική κοινωνία είναι “η επιβολή του μέτριου, του στοιχειώδους νοήμονος της διπλανής πόρτας”. Κάπως έτσι, η καταρακύλα ξεκίνησε και δεν είχε -έχει- τέλος.
Ας είναι νεαρός σε ηλικία ο υποψήφιος. Ας είναι αγνωστος. Ας τον ακούσουμε. Και, αν τον κρίνουμε ως άριστο, ας τον ψηφίσουμε. Κερδισμένοι, στο τέλος, θα βγούμε. Ειδάλλως μια ζωή θα πορευόμαστε με τον μπαρμπαΓιάννη τον κανατά της διπλανής πόρτας του οποίου οι ατάκες όχι για βιαιοπραγία δεν θα είναι αλλά μόνον επιζήμιες για εκείνους που τον τίμησαν με την ψήφο τους. Βεβαίως και ο σαδομαζοχισμός υφίσταται ως στάση ζωής και εξηγείται ψυχολογικά, αλλά, εν ονόματι των λίγων πολιτικά βιτσιόζων, είναι απαραίτητο να τον υπομείνουμε άπαντες;