“…Όταν αντίκρισα τους πρώτους πρόσφυγες πολέμου από τη Συρία, που πάτησαν στο νησί μας, μ’ έπιασαν τα κλάματα. Αισθάνθηκα ότι έχω υποχρέωση να τους βοηθήσω, ήθελα να ανταποδώσω”. Να ανταποδώσει τι, η 78χρονη σήμερα Φανή Καπελά-Κουτούζη, από τους ελάχιστους εν ζωή μάρτυρες της ελληνικής προσφυγικής τραγωδίας στο Αιγαίο, την περίοδο της Κατοχής; Κάτι από τη φιλοξενία και την ανθρωπιά, που της προσέφεραν πριν από εβδομήντα τέσσερα χρόνια κάποιοι άλλοι συνάνθρωποί της κατά την περιπλάνησή της στην Τουρκία, τη Συρία και την Παλαιστίνη, όταν η ίδια με την οικογένειά της, έγιναν πρόσφυγες στη Μέση Ανατολή.
Ήταν μόλις δυο χρονών, το 1944, η Φανή Καπελά, όταν μια νύχτα μαζί με την μητέρα της και άλλους κατοίκους της Καλύμνου, επιβιβάστηκαν σε μια βάρκα και πέρασαν απέναντι στην Μικρά Ασία, στην Αλικαρνασό. Το έκαναν για να γλιτώσουν από τις σφοδρές μάχες ανάμεσα στους συμμάχους και τους Γερμανούς, που διεξάγονταν με επίκεντρο τη Λέρο και είχαν εμπλακεί και τα κοντινά νησιά, όπως η Κάλυμνος.
Όπως λέει η ίδια στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, δεν χρειάστηκε να πληρώσουν μεταφορικά μέσα και διακινητές, που όπως και τώρα έτσι και τότε έκαναν χρυσές δουλειές, γιατί τους φυγάδευσε μια βρετανική αποστολική οργάνωση, που έβγαζε άμαχους από τα νησιά στην Τουρκία με προορισμό την Μέση Ανατολή.
Ο πατέρας της είχε αποδράσει από τις φυλακές της Ρόδου, όπου τον κρατούσαν οι Ιταλοί, και με μια βάρκα αποβιβάστηκε στην Τουρκία απ’ όπου έφτασε στο Κάιρο και κατατάχθηκε εθελοντής στα εκεί σώματα του ελληνικού στρατού. “Η μάνα μου δεν είχε νέα του πατέρα μου και ήθελε να πάει να τον ψάξει. Ήταν και αυτός ένας λόγος, πέρα από τους κινδύνους των βομβαρδισμών, για να ξεκινήσουμε αυτό το ταξίδι” αναφέρει. Έτσι, προτού καλά-καλά προλάβει να αντικρίσει τον κόσμο, η μικρή Φανή, γνώρισε την σκληρή του όψη.
Έγινε, στα δυο της χρόνια, ένα από τα χιλιάδες “Παιδιά του Οδυσσέα”, τους Έλληνες, δηλαδή, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες και την πατρίδα τους -από τα νησιά του Αιγαίου οι περισσότεροι- για να γλιτώσουν από τον πόλεμο και την πείνα στην Κατοχή, και να αναζητήσουν καταφύγιο στην Τουρκία, τη Συρία και την Παλαιστίνη, ακολουθώντας την ίδια, πλην αντίστροφη, διαδρομή, από αυτήν που για τους ίδιους λόγους, φτάνουν και σήμερα τα καραβάνια των κατατρεγμένων, στην Ελλάδα.
“Ένιωσα μεγάλη συγκίνηση όταν είδα να καταφθάνουν οι πρώτες φουρνιές. Προσπάθησα να βοηθήσω όσο μπορούσα, αισθάνθηκα πως είχε χρέος να το κάνω”, τονίζει.
“Μετακινούμενοι με γαϊδουράκια, φορτηγά αυτοκίνητα και τρένα φτάσαμε από το Μπουντρούμ (Αλικαρνασσός) στο Χαλέπι και από εκεί πήγαμε στο Λίβανο, την Ιερουσαλήμ, τη Λωρίδα της Γάζας στην Παλαιστίνη. Πριν από εβδομήντα χρόνια υπήρχε καλύτερη μέριμνα και οργάνωση από τους Βρετανούς, για μας, τους Έλληνες πρόσφυγες. Παρά την ταλαιπωρία και κάποιες βαρβαρότητες, γενικά ήμασταν ασφαλείς στην διαδρομή. Αλλά και εκεί που κατέληγαν οι πρόσφυγες, η φροντίδα ήταν αρκετά καλή, με δεδομένες τις συνθήκες της εποχής, σε αντίθεση με αυτά που βλέπουμε σήμερα… Υπήρχαν φάρμακα, τρόφιμα, νοσοκομεία, ακόμα και εκκλησίες για τις θρησκευτικές μας ανάγκες” συνεχίζει.
“Αν και ήμουν μικρή μού έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη μου εικόνες από την φιλοξενία που μας παρείχαν σ’ ένα μοναστήρι στον Λίβανο” λέει.
Ο αναπληρωτής καθηγητής της Νεότερης Πολιτικής Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ιάκωβος Μιχαηλίδης, πραγματοποίησε έρευνα γύρω από το μάλλον άγνωστο στο ευρύ κοινό θέμα των Ελλήνων προσφύγων στη Μέση Ανατολή αλλά και στην Αφρική κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και αποτύπωσε τα αποτελέσματά της, στο βιβλίο που παρουσιάστηκε την περασμένη Πέμπτη στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου, στη Θεσσαλονίκη, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, υπό τον τίτλο “Παιδιά του Οδυσσέα”.
Όπως είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ερευνητής, με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων προσφύγων ξεπερνούσε τις 25.000 και προέρχονταν κυρίως από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, τη Λέσβο, τη Χίο, την Ικαρία, τη Σάμο και τα Δωδεκάνησα (Καστελόριζο, Κάλυμνο, Λέρο, Κάρπαθο).
Στ. Τζίμας
*φωτογραφία από το εξώφυλλο του βιβλίου “Παιδιά του Οδυσσέα”
“Το καλοκαίρι του 1941, εξαιτίας της ανθρωπιστικής κρίσης, χιλιάδες Έλληνες έπεσαν σε καθεστώς πείνας και πολλοί από αυτούς πέθαναν. Επιπλέον, ο βομβαρδισμός πολλών ελληνικών πόλεων από τη Λουφτβάφε το φθινόπωρο του 1943, μετέτρεψε σε σωρούς ερειπίων πολλά οικήματα, ενώ σκόρπισε τον φόβο στους πολίτες. Για πολλούς Έλληνες από το Ανατολικό Αιγαίο, κατά μήκος των παραλίων με την Τουρκία, η διαφυγή στην Τουρκία, που την περίοδο εκείνη διατηρούσε την ουδετερότητά της, στάθηκε μονόδρομος προκειμένου να επιζήσουν. Ξεκινώντας από τον Νοέμβριο του 1941 έως τον Απρίλιο του 1944, περισσότεροι από 25 χιλιάδες Έλληνες πέρασαν το Αιγαίο και βρέθηκαν στην Τουρκία. Οι πρόσφυγες αυτοί διέφυγαν σε δύο κύματα: το πρώτο, το χειμώνα του 1941-1942 εξαιτίας της πείνας και το δεύτερο το φθινόπωρο του 1943, όταν αμέσως μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, οι Γερμανοί προσπάθησαν να πάρουν τον έλεγχο των Δωδεκανήσων” εξήγησε.
“Οι Έλληνες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν κυρίως σε πέντε μεγάλα προσφυγικά στρατόπεδα στη Μέση Ανατολή, εκείνα της Νουσεϊράτ στη Γάζα, των Πηγών του Μωϋσέως και του Ελ Σατ στη Χερσόνησο του Σινά, της Τολουμπάτ και της Κατάτμπα στην Αίγυπτο. Επιπλέον, Έλληνες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο αλλά και σε περιοχές της Αφρικής, όπως το Βελγικό Κονγκό, τη Ρουάντα-Ουρούντι, την Τανγκανίκα, την Αιθιοπία και τη Νότια Αφρική”.
Ο Ιάκωβος Μιχαηλίδης, αναφερόμενος ειδικά στο Αιγαίο Πέλαγος ως κόμβο διακίνησης προσφύγων ιστορικά, είπε: “το Αιγαίο συνδέεται άρρηκτα με τις μνήμες της Μικρασίας, την πυρπόληση της Σμύρνης και την καταστροφή του ελληνισμού της Ανατολίας. Χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες την περίοδο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και της μικρασιατικής περιπέτειας διαπεραιώθηκαν από τα λιμάνια της Μικράς Ασίας στα ελληνικά νησιά και την ηπειρωτική Ελλάδα, αφήνοντας στην ευλογημένη γη της Ιωνίας τα οστά των προγόνων τους. Αλλά και για τους Μουσουλμάνους των Βαλκανίων το Αιγαίο υπήρξε η ‘πικρή’ εκείνη θάλασσα, που τους οδήγησε την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων από τους γενέθλιους τόπους στις νέες πατρίδες. Το ίδιο επαναλήφθηκε και την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν τγο Αρχιπέλαγος μετατράπηκε και πάλι, σε οδό σωτηρίας, φέρνοντας τους Έλληνες νησιώτες στα μικρασιατικά παράλια και στην Κύπρο προκειμένου να γλυτώσουν από την επισιτιστική κρίση της Κατοχής”.
Σε έναν συσχετισμό με τις σημερινές εξ ανατολών προσφυγικές ροές, τονίζει: “είναι παράλληλες, αντίστροφες ιστορίες. Κάθε προσφυγικό δράμα διατηρεί βέβαια τα δικά του χαρακτηριστικά. Ο πόνος των προσφύγων όμως είναι κοινός, δεν έχει χρώμα, δεν ανήκει αποκλειστικά σε καμιά θρησκευτική, εθνική ή γλωσσική ομάδα. Κανείς πρόσφυγας δεν φεύγει από τον τόπο του με τη θέλησή του. Ας το έχουμε αυτό στο μυαλό μας απομακρυνόμενοι από οποιεσδήποτε πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες”.
πηγή:ΑΠΕ-ΜΠΕ