today-is-a-good-day
11.4 C
Athens

Μαρία Φαραντούρη: “Έχει χαθεί η συλλογικότητα”

Αισιόδοξη ότι η Ελλάδα θα ξεπεράσει τις δυσκολίες, συνεπής στη μουσική, που περιγράφει ως οικουμενική ελληνική πολιτιστική κληρονομιά, αλλά και πιστή στα τραγούδια με τα υψηλά νοήματα, για την ελευθερία και την δημοκρατία, η Μαρία Φαραντούρη πλημμύρισε την περασμένη Παρασκευή με τη φωνή της τη διάσημη Φιλαρμονική του Βερολίνου, τραγουδώντας έργα του κούρδου συνθέτη Τανέρ Ακυόλ, με μαέστρο τον Συμεών Ιωαννίδη, επιμένοντας να αποδεικνύει κάθε φορά ότι η κοινή γλώσσα, αυτή της καλής μουσικής, δεν γνωρίζει σύνορα, ούτε εμπόδια.

Λίγο μετά την συναυλία της, η οποία δόθηκε υπό την αιγίδα της Διεθνούς Αμνηστίας, και ενόψει του μεγάλου αφιερώματος στον Μίκη Θεοδωράκη που θα φιλοξενήσει στις 12 Μαΐου το περίφημο Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης, η εμβληματική ερμηνεύτρια του μεγάλου συνθέτη μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τη δουλειά της, για την υψηλή ποίηση που έκαναν τραγούδια οι μεγάλοι έλληνες δημιουργοί, για την ελπίδα «να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα», για την εποχή της εικόνας και της αποστασιοποίησης, και φυσικά για τον Μίκη Θεοδωράκη.

«Χαρούμενη και περήφανη» για την πρόσκληση που έλαβε πριν από δύο χρόνια από το Κάρνεγκι Χολ, μια από τις διασημότερες μουσικές σκηνές στον κόσμο, η κυρία Φαραντούρη εξηγεί με πόση φροντίδα ετοίμασε το πρόγραμμα της επικείμενης συναυλίας. Την πρώτη φορά που βρέθηκε στην αίθουσα «’Αιζακ Στερν» ήταν το 1994, μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη. Τώρα, 24 χρόνια μετά, στο αφιέρωμά της στον συνθέτη με τον οποίο έχει σε μεγάλο βαθμό ταυτιστεί καλλιτεχνικά, ήθελε «να τα ενώσει όλα»: τα λυρικά, τα ερωτικά τραγούδια, αλλά κι αυτά που έχουν άλλη φόρτιση, όπως το «Άξιον Εστί». Ήθελε να τραγουδήσει τα «τραγούδια των ποιητών»: του Οδυσσέα Ελύτη, του Γιάννη Ρίτσου, του Γιώργου Σεφέρη, του Τάσου Λειβαδίτη, του Μανόλη Αναγνωστάκη, αλλά και του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και του τούρκου Ναζίμ Χικμέτ, σε μετάφραση Ρίτσου. «Το πιο αιχμηρό σημείο σε αυτή την συναυλία είναι ότι είμαστε μια χώρα που οι μουσικοί μας, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζηδάκις, πήραν την ποίηση και την έφεραν με τη μουσική τους στα χείλη του κόσμου, την έκαναν πολύ δημοφιλή, “popular”. Αυτό δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο», λέει η ερμηνεύτρια σχεδόν συγκινημένη για αυτή την ελληνική μοναδικότητα, η οποία, όπως τονίζει, αγγίζει πολύ όχι μόνο τους Έλληνες, αλλά και τους ξένους που εκτιμούν το πάντρεμα της καλής μουσικής με την υψηλή ποίηση σε ένα αποτέλεσμα που αφορά τον καθένα. Σε αυτήν ακριβώς την «ευαισθησία του συνθέτη απέναντι στην ποίηση» αναφέρεται και το πρόγραμμα του Κάρνεγκι Χολ, που έγραψε με πολλή αγάπη για τον Θεοδωράκη η βιογράφος του, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κορνέλ, Γκέιλ Χολστ-Γουόρχαφτ, η οποία έχει μάλιστα συμμετάσχει και σε ορχήστρα του.

«Δεν βρίσκει κάθε συνθέτης έναν ερμηνευτή που να ταιριάζει τέλεια στην μουσική του, αλλά όταν τον βρει, συνήθως επηρεάζεται και το ίδιο του το συνθετικό στιλ, ενώ ο ερμηνευτής μεταμορφώνεται. Η ιδιοφυία του Μίκη Θεοδωράκη ως συνθέτη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ευαισθησία του προς την ποίηση, η οποία, όπως λέει, παραμένει η κύρια έμπνευσή του (…). Όταν ανακάλυψε την φωνή της Μαρίας Φαραντούρη, ο Θεοδωράκης συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να επεκτείνει την δημοφιλή του μουσική προκειμένου να γεφυρώσει το “έντεχνο τραγούδι” με το δημοφιλές (λαϊκό) τραγούδι. Τα τραγούδια άγγιξαν ένα κοινό που εκτιμούσε τόσο την κλασική, όσο και την δημοφιλή μουσική και ταυτόχρονα διατήρησαν τον επαναστατικό τους χαρακτήρα», έγραψε η Χολστ-Γουόρχαφτ.

Από το αφιέρωμα στον Μίκη Θεοδωράκη δεν θα μπορούσαν να λείπουν και κλασικά ορχηστρικά έργα, όπως η Σονατίνα για Τσέλο, τα Πρελούδια για Πιάνο και ο Συρτός Χανιώτικος, τα οποία θα παρεμβληθούν ανάμεσα στα τραγούδια. Την ερμηνεύτρια θα συνοδεύει επταμελές μουσικό συγκρότημα υπό την διεύθυνση του Αχιλλέα Γουάστωρ.

«Το έργο του Μίκη είναι μεγάλο και ευρύ. Έπρεπε να λάβω τα πάντα υπόψη μου. Θέλω να δώσω μια εικόνα της πνευματικής μας κληρονομιάς. Κάποια τραγούδια μπορεί να μην είναι πάντα “της μόδας”. Είναι όμως οι σταθερές μας. Δεν λοξοδρομώ. Λέω ότι πάντα πρέπει κάποιοι να εκφράζουν και αυτή την πλευρά του τραγουδιού. Είναι τραγούδι με εθνική ταυτότητα. Το τραγούδι αυτό έχει καταγωγή, αλλά είναι οικουμενικό», εξήγησε η Μαρία Φαραντούρη.

Πώς νιώθει όμως η ίδια όταν ακούει τη φωνή της να «ντύνει» συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις διαφορετικού περιεχομένου από ό,τι είχε συνηθίσει, τα χρόνια π.χ. της δικτατορίας; «Νομίζω ότι το “λίγο ακόμα να σηκωθούμε, λίγο ψηλότερα”, αφορά κάθε γενιά, κάθε εποχή. Ο Σεφέρης το έγραψε για μια Ελλάδα που ονειρεύεται να γίνει καλύτερη, που αντέχει μέσα στις δυσκολίες της και δίνει τη μάχη της», απαντά η κυρία Φαραντούρη και δηλώνει αισιόδοξη για την προοπτική της Ελλάδας, η οποία, όπως λέει, έχει περάσει και πιο δύσκολα «και άντεξε, μέσα από δυσκολίες και αντιφάσεις». Έτσι και τώρα: «σιγά-σιγά θα μπει σε μια ισορροπία. Και πρώτα από όλα πρέπει να το συνειδητοποιήσουν οι άνθρωποι. Να μην χάνουμε το θάρρος μας. Αν καταφέρουμε μάλιστα να επιστρέψουν στην Ελλάδα οι νέοι μας και να εργαστούν πάνω στις ιδέες τους, θα μπορέσουμε να κάνουμε πολλά πράγματα. Ενωμένοι», συνεχίζει και διευκρινίζει ότι δεν μιλάει ούτε για κόμματα, ούτε για πολιτικές. «Είδαμε άλλωστε ότι τα κόμματα ισοπεδώθηκαν ακολουθώντας την πολιτική που μας επέβαλαν οι ξένοι – αλλά και (από) τα δικά μας λάθη», σημειώνει.

Η ίδια πάντως, απαντώντας και στην κριτική που ασκείται συχνά στον Μίκη Θεοδωράκη για τις απόψεις του, δεν ξαφνιάζεται επειδή ο μεγάλος συνθέτης δεν παύει να λέει την γνώμη του. «Πάντα είχε τις απόψεις του. Ήταν πάντα μια ιδιαίτερη φωνή στην πολιτική. Επαληθεύτηκε βέβαια σε πολλά. Αλλά ακόμη και αν κάποιος διαφωνεί μαζί του, αυτός είναι ο Μίκης. Ας υπάρχουν Μίκηδες και ας διαφωνούμε μαζί τους», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Επιστρέφοντας στη συνεργασία της με καλλιτέχνες από την Τουρκία, τώρα με τον Ακυόλ, όπως παλιότερα με τον Ζουλφού Λιβανελί, η Μαρία Φαραντούρη επαναλαμβάνει με νεανικό πάθος ότι για εκείνη, αυτό που έχει σημασία είναι το τραγούδι και ό,τι αυτό εκφράζει. «Κάποτε τραγουδούσαμε με τον Λιβανελί κι ήταν διαφορετική η κατάσταση στην Τουρκία. Και μετά άλλαξε. Και τώρα είναι και πάλι διαφορετική. Εμείς όμως παλεύουμε όλη μας τη ζωή για την ελευθερία της έκφρασης. Μέσα από τα τραγούδια, τις συνεντεύξεις, τη στάση μας. Για την δημοκρατία, την ελευθερία. Αυτά έρχονται ίσως σε σύγκρουση με αυτά που συμβαίνουν τώρα στην Τουρκία. Αλλά πάντα τα τραγούδια μου μιλούν και απηχούν αυτό το πράγμα. Η κάθε εποχή όμως τους δίνει και άλλη φόρτιση», λέει με το βλέμμα στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, όπου παραμένει εξαιρετικά δημοφιλής.

Πόση απήχηση όμως μπορεί να έχει στις μέρες μας το πολιτικό τραγούδι, αυτό που κάποτε συντάραζε και συνέπαιρνε τον κόσμο; Είναι το κοινό ακόμη ευαίσθητο στα ίδια μηνύματα;

«Η εποχή μας έχει δυστυχώς αλλάξει την νοοτροπία του κόσμου. Έχει χαθεί η συλλογικότητα, κάποτε ένα σύμβολο μας έβγαζε στον δρόμο. Τώρα δεν υπάρχει αυτό. Μπήκαμε στην εποχή του θεάματος. Όλα είναι θέαμα, ακόμη και ο πόλεμος. Τώρα καθηλωνόμαστε όλοι μπροστά στην τηλεόραση, παρακολουθούμε το θέαμα και δεν μας ενοχλεί, δεν μας αφορά. Είμαστε εξασφαλισμένοι. Γίνονται όλα αυτά τα φρικαλέα πράγματα και οι άνθρωποι είναι νωθροί, δεν μπορούν να παρέμβουν. Δεν αισθάνονται την ανάγκη να συγκρουστούν με αυτό που βλέπουν. Η εικόνα είναι τόσο έντονη και ισχυρή που μας καθηλώνει, μας ησυχάζει, μας χαϊδεύει και περνάμε όλη τη φρίκη έτσι, με έναν γλυκό τρόπο», λέει περιγράφοντας την απάθεια της εποχής και διαπιστώνοντας ότι μέσα σε μόλις δύο δεκαετίες ο κόσμος άλλαξε δραματικά — πράγμα στο οποίο συμβάλλει η απουσία των διανοούμενων και των ηγετών που θα εμπνεύσουν.

Το καλοκαίρι που έρχεται, η Μαρία Φαραντούρη αποκαλύπτει ότι θα συνεργαστεί με τον Διονύση Σαββόπουλο, ενώ θα συνεχίσει τις συνεργασίες της με νέους καλλιτέχνες, που, όπως λέει, την κάνουν να αισθάνεται πολύ αισιόδοξη για το μέλλον του καλού ελληνικού τραγουδιού. Μεταξύ αυτών που έχει ξεχωρίσει και στους οποίους αναφέρεται με εκτίμηση και αγάπη είναι ο Θοδωρής Βουτσικάκης και τα αδέλφια Μιχάλης και Παντελής Καλογεράκης, με τα οποία μάλιστα έχει τραγουδήσει τα «Πατώματα», δική τους σύνθεση σε ποίηση του Μπέρτολντ Μπρεχτ, μεταφρασμένη από τον Μάριο Πλωρίτη.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ