«Οχι» στην προληπτική γραμμή είπε η κυβέρνηση την Παρασκευή στο Eurogroup της Σόφιας, αλλά αυτό κάθε άλλο παρά την καθαρή έξοδο από το μνημόνιο, που διαφήμιζε, της εξασφάλισε. Αντιθέτως, οι πληροφορίες των τελευταίων εβδομάδων, που γίνονται όλο και πιο πυκνές και αποκαλυπτικές μέρα με τη μέρα, συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα θα είναι η μοναδική μεταπρογραμματική χώρα στην οποία η επιτήρηση μετά την έξοδο από το μνημόνιο θα είναι αυστηρή, με επισκέψεις των θεσμών ανά τρίμηνο –όπως ο ίδιος ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, αναγνώρισε– για τον έλεγχο τόσο των δημοσιονομικών της επιδόσεων όσο και της συνέχισης της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων. Στη θέση της μεταπρογραμματικής εποπτείας άλλων χωρών που βγήκαν από μνημόνια, όπως η Πορτογαλία, η Ελλάδα θα έχει «ενισχυμένη εποπτεία», σύμφωνα με τον όρο που χρησιμοποίησε ο πρόεδρος του Eurogroup Μάριο Σεντένο, ή «ενισχυμένη παρακολούθηση», κατά τον κ. Τσακαλώτο. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι το διακύβευμα, σε περίπτωση αποτυχίας τήρησης των δεσμεύσεων, θα είναι μεγάλο, καθώς –πιθανότατα, σύμφωνα με τη γερμανική πρόταση– θα διακόπτεται η εφαρμογή των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους. Και κάτι τέτοιο, φυσικά, θα οδηγήσει σε διακοπή και της χρηματοδότησής της καιι από τις αγορές, από τη διάθεση των οποίων θα εξαρτάται τότε απολύτως.
Η ποσοτική χαλάρωση
Επιπλέον, βγαίνοντας από το μνημόνιο χωρίς προληπτική γραμμή, οι ελληνικές τράπεζες θα χάσουν την πρόσβαση στη φθηνή χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για όσο διάστημα, τουλάχιστον, η ελληνική οικονομία αξιολογείται κάτω από την πιστοληπτική βαθμίδα, όπως προκύπτει από δηλώσεις στο Reuters δύο πηγών στη Φρανκφούρτη, την περασμένη εβδομάδα. Ακόμη, απομακρύνονται οι τελευταίες ελπίδες να συμπεριληφθούν τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Στο θέμα του χρέους, η απόσταση που χωρίζει τη Γερμανία από το ΔΝΤ παραμένει μεγάλη, αλλά όλα δείχνουν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να προσβλέπει σε μια γενναιόδωρη και άνευ όρων ελάφρυνση, όπως θα επιθυμούσε το Ταμείο.
Πηγή που είναι κοντά στις διαπραγματεύσεις εκτιμά πως η όποια λύση θα συγκλίνει τελικά μάλλον προς τη γερμανική γραμμή, δηλαδή σε μια ελάφρυνση υπό όρους, που θα συνδέονται με τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα και την επίτευξη των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων.
Το ΔΝΤ έχει ήδη κάνει υποχωρήσεις, αποδεχόμενο υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας μακροπρόθεσμα, την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ ώς το 2022, καθώς και χαμηλότερο κόστος αναχρηματοδότησης του ελληνικού χρέους, προκειμένου να διευκολύνει μια θετική μελλοντική του ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Εκτιμάται ότι θέλει να επιστρέψει στο ελληνικό πρόγραμμα και θα κάνει περαιτέρω βήματα, αλλά αυτό έχει και τα όριά του. Μια ρύθμιση ελάφρυνσης που θα εξαρτάται από αυστηρές προϋποθέσεις και θα μπορεί ανά πάσα στιγμή να ακυρωθεί δεν θα του επιτρέψει να συντάξει με ασφάλεια μια ανάλυση που θα βγάζει το χρέος βιώσιμο. Σύμφωνα με πληροφορίες, στο πλαίσιο διμερών επαφών που πραγματοποίησε στο Βερολίνο την περασμένη εβδομάδα ο Πόουλ Τόμσεν, δεν επήλθε σύγκλιση με τη γερμανική πλευρά.
Η επιστροφή της Γερμανίας στο παιχνίδι της Ελλάδας επιβεβαιώνει μέχρι στιγμής ότι η σκληρή γραμμή του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε παραμένει ζωντανή. Ετσι, δεν είναι τυχαίο ότι στη Σόφια το θέμα του χρέους παραπέμφθηκε για το τέλος του προγράμματος. Εν τω μεταξύ, η Ελλάδα θα κληθεί να περάσει με άριστα τις εξετάσεις της τελευταίας αξιολόγησης, τον Μάιο. Σύμφωνα με πληροφορίες από την ίδια πηγή, που παρακολουθεί τις διαπραγματεύσεις, ένας πιθανός συμβιβασμός μεταξύ Γερμανίας και ΔΝΤ στο θέμα του αυτοματισμού του μηχανισμού ελάφρυνσης του χρέους είναι ο εξής: Το Eurogroup θα έχει μεν το δικαίωμα να διακόψει τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, σε περίπτωση που διαπιστώσει, κάποια στιγμή, ότι υπάρχει πρόβλημα με την τήρηση των δεσμεύσεων της Ελλάδας, αλλά δεν θα επανεξετάζει σε σταθερή βάση, κάθε χρόνο, τη συνέχισή τους ή μη.
Οι αντίπαλοι του Βερολίνου
Επιπλέον, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η παράταση των λήξεων των ομολόγων, που είναι το βασικό μέτρο ελάφρυνσης του χρέους, πιθανότατα θα περιοριστεί τελικά στα 10 χρόνια και όχι στα 15, όπως ήλπιζε μέχρι πρόσφατα η ελληνική πλευρά. Η πληροφορία ότι η ελάφρυνση με προδιαγραφές ΔΝΤ μπορεί να ισοδυναμεί με 100 δισ. ευρώ φαίνεται πως τρόμαξε τους Γερμανούς πολιτικούς.
Εκτός από το ΔΝΤ, εναντίον της γερμανικής πρότασης για το χρέος είναι και η Κομισιόν και η Γαλλία, που θα προτιμούσαν μια πολύ πιο ελαφριάς μορφής «αιρεσιμότητα». Συγκεκριμένα, η Κομισιόν έχει προτείνει να εξαρτάται από τις δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδας μόνο ένα μέρος της ελάφρυνσης χρέους, συγκεκριμένα η επιστροφή των κερδών των κεντρικών τραπεζών της Ευρώπης από τα ελληνικά ομόλογα. Πρόκειται για ποσό 4,1 δισ. ευρώ που θα μπορούσε να δίνεται με ρυθμό 950 εκατ. ευρώ τον χρόνο ώς το 2022 (και τα υπόλοιπα μετά), μετά τη δημοσιοποίηση των στοιχείων της Eurostat, κάθε Απρίλιο, για τα πλεονάσματα του προηγούμενου χρόνου.
Κατά τα λοιπά, Γαλλία και Κομισιόν θέλουν να λειτουργεί αυτόματα ο μηχανισμός ελάφρυνσης, συνδεδεμένος με την ανάπτυξη: Οσο χαμηλότερη η τελευταία, τόσο μεγαλύτερη η ελάφρυνση. Αυτό δεν είναι αρκετό για τη Γερμανία, που προφανώς δεν έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στη μεταρρυθμιστική συνέπεια της Ελλάδας, αλλά φοβάται και ότι ο μηχανισμός μπορεί να λειτουργήσει σαν αντικίνητρο στην Ελλάδα για να πετύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Οι ανησυχίες
Ο εκλογικός ορίζοντας του 2019 –αν όχι και του 2018– επιβαρύνει την ατμόσφαιρα αβεβαιότητας και είναι ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο οι δανειστές θέλουν να τοποθετήσουν όσο το δυνατόν περισσότερες ασφαλιστικές δικλίδες, μέσω του μηχανισμού εποπτείας, αλλά και της «αιρεσιμότητας» των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.
Επιπλέον, θα σχηματιστεί ένα ευμέγεθες «μαξιλάρι» ρευστότητας, όχι μόνο από τους πόρους του ESM και τα έσοδα από τις εξόδους στις αγορές, αλλά και από τα ρέπος.
Στο πλαίσιο αυτό, για τους δανειστές είναι κρίσιμη η «ιδιοκτησία» του αναπτυξιακού προγράμματος, το οποίο, όμως, δεν φαίνεται να τους ενθουσίασε στη Σόφια, ιδίως τα τμήματά του που αφορούν την αύξηση κατώτατου μισθού και τα εργασιακά. Ο χαμηλός ρυθμός ανάκαμψης που πέτυχε η χώρα το 2017 (1,4%), διαψεύδοντας όσους περίμεναν το φαινόμενο του ελατηρίου, ύστερα από τόσα χρόνια ύφεσης, δημιουργεί σε κάθε περίπτωση ανησυχίες για το μέλλον. Αν η χώρα καθηλωθεί σε χαμηλά επίπεδα ανάπτυξης και δεν μπορέσει να μειώσει σημαντικά το κόστος δανεισμού της, είναι πιθανό ότι θα χρειαστεί στο μέλλον ένα καινούργιο πρόγραμμα στήριξης, προειδοποιούν οι αναλυτές.
Το επόμενο διάστημα, η ελληνική πλευρά θα κληθεί να περάσει και μία ακόμη δοκιμασία: την προσφυγή για άλλη μια φορά στις αγορές για την έκδοση τριετούς ή δεκαετούς ομολόγου. Ως πιθανότερο σενάριο κύκλοι της αγοράς ομολόγων θεωρούν ότι είναι να πραγματοποιηθεί η έξοδος τον Ιούνιο, όταν θα έχει αρχίσει να ξεκαθαρίζει η εικόνα για το χρέος και η στάση του ΔΝΤ επ’ αυτού. Οι ίδιες πηγές εκτιμούν πως «είτε μπει στο ελληνικό πρόγραμμα είτε όχι, το ΔΝΤ δεν θα δημιουργήσει πρόβλημα».
πηγή:kathimerini.gr